45. «Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος δοῦλος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριός του διώρισε ἐπιστάτην τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ φροντίζῃ νὰ τοὺς δίνῃ τροφὴν τὴν κατάλληλη ὥρα;
46. Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριός του, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του.
47. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, θὰ τὸν διορίσῃ ἐπιστάτην εἰς ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.
48. Ἀλλ᾽ ἐὰν πῇ ὁ κακὸς ἐκεῖνος δοῦλος μέσα του, «Ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ ὁ κύριος»,