40. Τότε δύο θὰ βρίσκωνται εἰς τὸ χωράφι, ὁ ἕνας παραλαμβάνεται καὶ ὁ ἄλλος ἀφήνεται.
41. Δύο γυναῖκες θὰ ἀλέθουν εἰς τὸν μύλον, ἡ μία παραλαμβάνεται, ἡ ἄλλη ἀφήνεται.
42. Νὰ εἶσθε λοιπὸν ἄγρυπνοι, διότι δὲν ξέρετε ποιάν ὥραν ἔρχεται ὁ Κύριός σας.
43. Ξέρετε ὅμως τοῦτο: ὅτι ἐὰν ἤξερε ὁ οἰκοδεσπότης ποιάν ὥρα τὴν νύχτα θὰ ἐρχότανε ὁ κλέφτης, θὰ ἀγρυπνοῦσε καὶ δὲν θὰ ἄφηνε νὰ διαρρήξουν τὸ σπίτι του.
44. Διὰ τοῦτο καὶ σεῖς νὰ εἶσθε ἕτοιμοι, διότι τὴν ὥρα ποὺ δὲν περιμένετε, θὰ ἔλθῃ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».
45. «Ποιός λοιπὸν εἶναι ὁ ἔμπιστος καὶ φρόνιμος δοῦλος, τὸν ὁποῖον ὁ κύριός του διώρισε ἐπιστάτην τῶν ὑπηρετῶν του, διὰ νὰ φροντίζῃ νὰ τοὺς δίνῃ τροφὴν τὴν κατάλληλη ὥρα;
46. Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, πού, ὅταν ἔλθῃ ὁ κύριός του, θὰ τὸν βρῇ νὰ κάνῃ τὸ ἔργον του.