6. Καὶ ὅταν ἄκουσαν οἱ μαθηταί, ἔπεσαν μὲ τὸ πρόσωπόν τους εἰς τὴν γῆν καὶ ἐφοβήθησαν πολύ.
7. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀφοῦ τοὺς ἐπλησίασε, τοὺς ἄγγιξε καὶ εἶπε, «Σηκωθῆτε καὶ μὴ φοβᾶσθε».
8. Ὅταν δὲ ἐσήκωσαν τὰ μάτια τους δὲν εἶδαν κανένα παρὰ μόνον τὸν Ἰησοῦν.
9. Καὶ ἐνῷ κατέβαιναν ἀπὸ τὸ βουνό, ὁ Ἰησοῦς τοὺς διέταξε, «Μὴ πῆτε σὲ κανένα τὸ ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθῇ ἐκ τῶν νεκρῶν».
10. Καὶ τὸν ἐρώτησαν οἱ μαθηταί, «Γιατί λοιπὸν λέγουν οἱ γραμματεῖς ὅτι πρέπει νὰ ἔλθῃ πρῶτα ὁ Ἠλίας;».