13. Ὅλοι οἱ προφῆται καὶ ὁ νόμος μέχρι τοῦ Ἰωάννου ἐπροφήτευσαν
14. καί, ἐὰν θέλετε νὰ τὸ παραδεχθῆτε, αὐτὸς εἶναι ὁ Ἠλίας, ὁ ὁποῖος ἔμελλε νὰ ἔλθῃ.
15. Ἐκεῖνος, ποὺ ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ, ἂς ἀκούῃ».
16. «Μὲ τί νὰ παρομοιάσω τὴν γενεὰν αὐτήν; Μοιάζει μὲ παιδιά, ποὺ κάθονται εἰς τὰς ἀγορὰς καὶ φωνάζουν εἰς τοὺς φίλους των,
17. «Σᾶς ἐπαίξαμε φλογέρα, ἀλλὰ δὲν ἐχορέψατε· σᾶς ἐτραγουδήσαμε μοιρολόγια, ἀλλὰ δὲν ἐκλάψατε».
18. Ἦλθε δηλαδὴ ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος οὔτε τρώγει οὔτε πίνει, καὶ λέγουν, «Δαιμόνιον ἔχει».
19. Ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος τρώγει καὶ πίνει καὶ λέγουν, «Νά, ἕνας ἄνθρωπος φαγᾶς καὶ κρασοπότης, φίλος τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν». Καὶ ἡ σοφία ἐπαληθεύθηκε ἀπὸ τὰ παιδιά της».
20. Τότε ἄρχισε ὁ Ἰησοῦς νὰ κατηγορῇ τὰς πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας εἶχαν γίνει τὰ περισσότερα θαύματά του, διότι δὲν μετενόησαν.