Καινή Διαθήκη

Κατα Μαρκον 6:20-37 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

20. διότι ὁ Ἡρώδης ἐφοβότανε τὸν Ἰωάννην, ἐπειδὴ ἤξερε ὅτι ἦτο ἄνδρας δίκαιος καὶ ἅγιος καὶ τὸν ἐπροστάτευε. Τὸν ἄκουε εὐχαρίστως, ἀλλὰ ὅσα ἄκουε τὸν ἔφερναν εἰς μεγάλην ἀπορίαν.

21. Κατάλληλη εὐκαιρία παρουσιάσθηκε, ὅταν ὁ Ἡρώδης, τὴν ἑορτὴν τῶν γενεθλίων του, παρέθεσε δεῖπνον εἰς τοὺς μεγιστᾶνας του καὶ εἰς τοὺς χιλιάρχους καὶ εἰς τοὺς προύχοντας τῆς Γαλιλαίας.

22. Ὅταν ἐμπῆκε ἡ θυγατέρα τῆς Ἡρωδιάδος καὶ ἐχόρεψε, ἄρεσε εἰς τὸν Ἡρώδην καὶ εἰς τοὺς καλεσμένους, καὶ εἶπε ὁ βασιλεὺς εἰς τὸ κορίτσι, «Ζήτησέ μου ὅ,τι θέλεις καὶ θὰ σοῦ τὸ δώσω».

23. Καὶ ὡρκίσθηκε εἰς αὐτήν, «Ὅ,τι δήποτε καὶ ἂν ζητήσῃς θὰ σοῦ τὸ δώσω, ἕως τὸ μισὸ βασίλειόν μου».

24. Αὐτὴ ἐβγῆκε ἔξω καὶ εἶπε εἰς τὴν μητέρα της, «Τί νὰ ζητήσω;». Ἡ μητέρα της τῆς εἶπε, «Τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ».

25. Καὶ ἀμέσως ἐμπῆκε μὲ βῆμα ταχὺ καὶ ἐζήτησε ἀπὸ τὸν βασιλέα, «Θέλω ἀμέσως νὰ μοῦ δώσῃς σ᾽ ἕνα πιάτο τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ».

26. Καὶ ἐλυπήθηκε ὁ βασιλεύς, ἀλλ᾽ ἐξ αἰτίας τῶν ὅρκων καὶ τῶν καλεσμένων δὲν ἤθελε νὰ τῆς ἀρνηθῇ.

27. Ἀμέσως ὁ βασιλεὺς ἔστειλε δήμιον καὶ διέταξε νὰ φέρῃ τὸ κεφάλι τοῦ Ἰωάννου. Καὶ ἐκεῖνος ἐπῆγε καὶ τὸν ἀπεκεφάλισε εἰς τὴν φυλακὴν

28. καὶ ἔφερε τὸ κεφάλι του σ᾽ ἕνα πιάτο καὶ τὸ ἔδωκε εἰς τὸ κορίτσι καὶ τὸ κορίτσι τὸ ἔδωκε εἰς τὴν μητέρα της.

29. Καὶ ὅταν τὸ ἄκουσαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου, ἦλθαν καὶ ἐπῆραν τὸ σῶμά του καὶ τὸ ἔβαλαν σε μνημεῖον.

30. Οἱ ἀπόστολοι ἐπέστρεψαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ ἀνήγγειλαν ὅλα ὅσα ἔκαναν καὶ ἐδίδαξαν.

31. Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Ἐλᾶτε μόνοι σας ἰδιαιτέρως εἰς ἀπόμερον τόπον νὰ ἀναπαυθῆτε ὀλίγον», διότι ἦσαν πολλοὶ ποὺ ἤρχοντο καὶ ἔφευγαν καὶ δὲν εἶχαν εὐκαιρίαν οὔτε νὰ φάγουν.

32. Καὶ ἔφυγαν μὲ πλοιάριον εἰς ἔρημον τόπον μόνοι τους.

33. Πολλοὶ τοὺς εἶδαν νὰ φεύγουν καὶ τοὺς ἀνεγνώρισαν καὶ ἔτρεξαν ἐκεῖ πεζῆ ἀπὸ ὅλας τὰς πόλεις καὶ ἔφθασαν πρὶν ἀπὸ αὐτούς.

34. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐβγῆκε εἰς τὴν ξηράν, εἶδε πολὺν κόσμον καὶ τοὺς σπλαγχνίσθηκε, διότι ἦσαν σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν ἔχουν βοσκόν. Καὶ ἄρχισε νὰ τοὺς διδάσκῃ πολλά.

35. Καὶ ὅταν εἶχεν ἤδη περάσει πολλὴ ὥρα, τὸν ἐπλησίασαν οἱ μαθηταί του καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ὁ τόπος εἶναι ἔρημος καὶ ἡ ὥρα ἔχει περάσει.

36. Ἄφησέ τους, νὰ πᾶνε εἰς τὰ γύρω χωριὰ καὶ τὰς κωμοπόλεις καὶ νὰ ἀγοράσουν διὰ τὸν ἑαυτόν τους ψωμί, διότι δὲν ἔχουν τί νὰ φάγουν».

37. Ἐκεῖνος δὲ ἀπήντησε, «Δῶστέ τους σεῖς νὰ φάγουν». Καὶ τοῦ λέγουν, «Νὰ πᾶμε νὰ ἀγοράσωμε ψωμιὰ ἀξίας διακοσίων δηναρίων καὶ νὰ τοὺς δώσωμε νὰ φάγουν;».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Μαρκον 6