28. διότι ἔλεγε μέσα της, «Καὶ ἂν ἀκόμη ἀγγίξω τὰ ἐνδύματά του θὰ γίνω καλά».
29. Καὶ ἀμέσως ἐξεράθηκε ἡ πηγὴ τῆς αἱμορραγίας της καὶ κατάλαβε εἰς τὸ σῶμα της ὅτι ἐθεραπεύθηκε ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια της.
30. Ὁ Ἰησοῦς ἀμέσως ἔννοιωσε μέσα του ὅτι ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτὸν δύναμις καὶ ἀφοῦ ἐστράφηκε πρὸς τὸ πλῆθος εἶπε, «Ποιός μοῦ ἄγγιξε τὰ ἐνδύματα;».
31. Οἱ μαθηταί του τοῦ ἔλεγαν, «Βλέπεις τὸν κόσμον νὰ σὲ συμπιέζῃ καὶ λές «Ποιός μὲ ἄγγιξε;».
32. Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς ἐκύτταζε γύρω του διὰ νὰ ἰδῇ ἐκείνην ποὺ τὸ εἶχε κάνει.
33. Ἡ γυναῖκα φοβισμένη καὶ τρομαγμένη, ἐπειδὴ ἤξερε τί τῆς εἶχε γίνει, ἦλθε καὶ ἔπεσε εἰς τὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε ὅλη τὴν ἀλήθεια.
34. Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε, «Κόρη μου, ἡ πίστις σου σὲ ἔκανε καλά, πήγαινε εἰς εἰρήνην καὶ νὰ εἶσαι ὑγιὴς ἀπὸ τὴν ἀρρώστεια σου».