32. Γύρω του ἐκαθότανε πολὺς κόσμος καὶ τοῦ εἶπαν, «Νά ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου εἶναι ἔξω καὶ σὲ ζητοῦν».
33. Αὐτὸς τοὺς ἀπεκρίθη, «Ποιά εἶναι ἡ μητέρα μου ἢ οἱ ἀδελφοί μου;»
34. Καὶ ἀφοῦ ἔφερε τὸ βλέμμα του γύρω εἰς ἐκείνους ποὺ ἐκάθοντο ὁλόγυρά του, λέγει, «Νά ἡ μητέρα μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου.
35. Ἐκεῖνος ποὺ θὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα».