Καινή Διαθήκη

Κατα Μαρκον 15:35-47 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

35. Καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς παρισταμένους, ὅταν ἄκουσαν, ἔλεγαν, «Κύτταξε φωνάζει τὸν Ἠλίαν».

36. Ἕνας ἔτρεξε καὶ ἐγέμισε ἕνα σφουγγάρι μὲ ξύδι καὶ ἀφοῦ τὸ ἐτύλιξε σὲ καλάμι ἐπότιζε τὸν Χριστὸν καὶ ἔλεγε, «Ἀφῆστε νὰ ἰδοῦμε, ἐὰν θὰ ἔλθῃ ὁ Ἠλίας νὰ τὸν κατεβάσῃ».

37. Ὁ Ἰησοῦς τότε ἐβόησε μὲ φωνὴν δυνατὴν καὶ ἐξέπνευσε.

38. Καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθηκε εἰς δύο ἀπὸ πάνω ἕως κάτω.

39. Ὅταν ὁ ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος ἦτο ἐκεῖ ἀπέναντί του, εἶδε ὅτι κατ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξέπνευσε, εἶπε, «Ἀλήθεια αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος ἦτο Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».

40. Ἦσαν δὲ καὶ γυναῖκες, ποὺ παρατηροῦσαν ἀπὸ μακρυά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦτο καὶ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία ἡ μητέρα τοῦ Ἰακώβου τοῦ νεωτέρου καὶ τοῦ Ἰωσῆ καὶ ἡ Σαλώμη,

41. αἱ ὁποῖαι, ὅταν ἦτο εἰς τὴν Γαλιλαίαν, τὸν ἀκολουθοῦσαν καὶ τὸν ὑπηρετοῦσαν. Ἦσαν καὶ ἄλλαι πολλαί, αἱ ὁποῖαι εἶχαν ἀνεβῆ μαζί του εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα.

42. Ὅταν εἶχε πλέον βραδυάσει, ἐπειδὴ ἦτο Παρασκευή, δηλαδὴ ἡ ἡμέρα πρὶν ἀπὸ τὸ Σάββατον,

43. ἦλθε ὁ Ἰωσήφ, ὁ ἀπὸ Ἀριμαθαίας, ὁ ὁποῖος ἦτο σημαίνων βουλευτὴς ποὺ ἐπερίμενε καὶ αὐτὸς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ἐτόλμησε καὶ ἦλθε εἰς τὸν Πιλᾶτον καὶ ἐζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Ἰησοῦ.

44. Ὁ Πιλᾶτος ἐξεπλάγη ὅταν ἄκουσε ὅτι εἶχε ἤδη πεθάνει. Καὶ ἐκάλεσε τὸν ἑκατόνταρχον καὶ τὸν ἐρώτησε ἐὰν εἶχε πεθάνει πρὸ πολλοῦ.

45. Καὶ ὅταν ἐπληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἑκατόνταρχον, ἐδώρησε τὸ σῶμα εἰς τὸν Ἰωσήφ.

46. Αὐτὸς δὲ ἀγόρασε σινδόνι καὶ τὸν κατέβασε, τὸν ἐτύλιξε μὲ τὸ σινδόνι καὶ τὸν ἔθεσε εἰς μνῆμα, ποὺ ἦτο λαξευμένον εἰς βράχον καὶ ἐκύλισε ἕνα λίθον εἰς τὴν πόρτα τοῦ μνήματος.

47. Ἡ δὲ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ Μαρία τοῦ Ἰωσῆ παρατηροῦσαν ποῦ τὸν βάζουν.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Μαρκον 15