Καὶ ἀγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Κυρηναῖον, ὁ ὁποῖος ἐδιάβαινε ἀπ᾽ ἐκεῖ καθὼς ἐρχότανε ἀπὸ τὸ χωράφι, τὸν πατέρα τοῦ Ἀλεξάνδρου καὶ τοῦ Ρούφου, διὰ νὰ βαστάξῃ τὸν σταυρόν του.