Καινή Διαθήκη

Κατα Μαρκον 10:40-52 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

40. Τὸ νὰ σᾶς βάλω ὅμως νὰ καθήσετε εἰς τὰ δεξιά μου ἢ εἰς τὰ ἀριστερά, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ τὸ δώσω ἀλλ᾽ εἶναι δι᾽ ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἑτοιμασθῆ».

41. Καὶ ὅταν οἱ δέκα τὸ ἄκουσαν, ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν ἐναντίον τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου.

42. Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς λέγει, «Ξέρετε ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦνται ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν, τὰ καταδυναστεύουν, καὶ οἱ μεγάλοι ἄνδρες τους τὰ καταπιέζουν.

43. Μεταξύ σας ὅμως δὲν θὰ συμβαίνῃ τὸ ἴδιο. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ γίνῃ μεγάλος μεταξύ σας, θὰ εἶναι ὑπηρέτης σας,

44. καὶ ἐκεῖνος ποὺ θέλει νὰ εἶναι μεταξύ σας πρῶτος, θὰ εἶναι δοῦλος ὅλων.

45. Διότι καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε νὰ ὑπηρετηθῇ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ νὰ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον διὰ πολλούς».

46. Καὶ ἔρχονται εἰς τὴν Ἱεριχώ. Καὶ ὅταν ἔβγαινε ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ αὐτὸς καὶ οἱ μαθηταί του καὶ λαὸς ἀρκετός, ὁ υἱὸς τοῦ Τιμαίου, ὁ Βαρτίμαιος, τυφλός, ἐκαθότανε κοντὰ εἰς τὸν δρόμον καὶ ζητοῦσε ἐλεημοσύνη.

47. Καὶ ὅταν ἄκουσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ὁ Ναζωραῖος ἦτο ἐκεῖ, ἄρχισε νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ λέῃ, «Υἱὲ τοῦ Δαυΐδ, Ἰησοῦ, ἐλέησέ με».

48. Καὶ πολλοὶ τὸν ἐπέπλητταν διὰ νὰ σιωπήσῃ· ἀλλ᾽ αὐτὸς πολὺ περισσότερον ἐφώναζε, «Υἱὲ τοῦ Δαυῒδ ἐλέησέ με».

49. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐστάθηκε καὶ εἶπε, «Φωνάξτε τον». Καὶ φωνάζουν τὸν τυφλὸν καὶ τοῦ λέγουν, «Ἔχε θάρρος, σήκω, σὲ φωνάζει».

50. Αὐτὸς ἐπέταξε τὸ ἐπανωφόρι του, ἐσηκώθηκε καὶ ἦλθε εἰς τὸν Ἰησοῦν.

51. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;». Ὁ τυφλὸς τοῦ ἀπαντᾶ, «Διδάσκαλε, νὰ ἀνακτήσω τὴν ὅρασίν μου».

52. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Πήγαινε, ἡ πίστις σου σὲ ἔσωσε». Καὶ ἀμέσως ἀπέκτησε πάλιν τὴν ὅρασίν του καὶ ἀκολουθοῦσε τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸν δρόμον.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Μαρκον 10