22. Καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Πηγαίνετε καὶ πέστε εἰς τὸν Ἰωάννην ἐκεῖνα ποὺ εἴδατε καὶ ἀκούσατε: τυφλοὶ ξαναβλέπουν, χωλοὶ περπατοῦν, λεπροὶ καθαρίζονται καὶ κωφοὶ ἀκούουν, νεκροὶ ἀνασταίνονται καὶ πτωχοὶ ἀκούουν τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα·
23. καὶ μακάριος ἐκεῖνος ποὺ δὲν θὰ κλονισθῇ ἡ ἐμπιστοσύνη του σ᾽ ἐμέ».
24. Ὅταν ἔφυγαν οἱ ἀπεσταλμένοι τοῦ Ἰωάννου, ἄρχισε νὰ μιλῇ εἰς τὸν κόσμον διὰ τὸν Ἰωάννην, «Τί ἐβγήκατε εἰς τὴν ἔρημον νὰ ἰδῆτε; Ἕνα καλάμι ποὺ σαλεύεται ἀπὸ τὸν ἀέρα; Ὄχι;
25. Ἀλλὰ τότε τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἄνθρωπον ποὺ φορεῖ μαλακὰ φορέματα; Ἐκεῖνοι ποὺ φοροῦν λαμπρὰ ἐνδύματα καὶ ποὺ ζοῦν σὲ ἀπολαύσεις εἶναι σὲ ἀνάκτορα.
26. Ἀλλὰ τί ἐβγήκατε νὰ ἰδῆτε; Ἕνα προφήτην; Ναί, σᾶς λέγω καὶ κάτι περισσότερον ἀπὸ προφήτην.
27. Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος διὰ τὸν ὁποῖον εἶναι γραμμένον, Ἰδού, ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἀγγελιαφόρον μου πρὶν ἀπὸ σέ, ὁ ὁποῖος θὰ προετοιμάσῃ τὸν δρόμον σου ἐμπρός σου.
28. Σᾶς λέγω, ὅτι μεταξὺ τῶν γεννηθέντων ὑπὸ τῶν γυναικῶν δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν Ἰωάννην τὸν Βαπτιστήν· καὶ ὅμως ὁ μικρότερος εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἶναι μεγαλύτερος ἀπ᾽ αὐτόν».