Καινή Διαθήκη

Κατα Λουκαν 6:9-29 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

9. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Σᾶς ἐρωτῶ: τί ἐπιτρέπεται νὰ κάνῃ κανεὶς τὰ Σάββατα, καλὸ ἢ κακό; Νὰ σώσῃ μίαν ζωὴν ἢ νὰ τὴν καταστρέψῃ;».

10. Καὶ ἀφοῦ ἐκύτταξε ὅλους γύρω, τοῦ εἶπε, «Ἅπλωσε τὸ χέρι σου». Ἐκεῖνος τὸ ἔκανε καὶ ἔγινε πάλι γερὸ τὸ χέρι του ὅπως τὸ ἄλλο.

11. Αὐτοὶ δὲ ἔγιναν ἔξω φρενῶν καὶ συζητοῦσαν μεταξύ τους τί νὰ κάνουν εἰς τὸν Ἰησοῦν.

12. Κατὰ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἐβγῆκε εἰς τὸ βουνὸ διὰ νὰ προσευχηθῇ καὶ διενυκτέρευε προσευχόμενος εἰς τὸν Θεόν.

13. Ὅταν ἔγινε ἡμέρα, ἐφώναξε κοντά του τοὺς μαθητάς του καὶ ἐδιάλεξε ἀπ᾽ αὐτοὺς δώδεκα, τοὺς ὁποίους καὶ ὠνόμασε ἀποστόλους,

14. τὸν Σίμωνα, τὸν ὁποῖον καὶ ὠνόμασε Πέτρον, καὶ τὸν Ἀνδρέαν, τὸν ἀδελφόν του, τὸν Ἰάκωβον καὶ τὸν Ἰωάννην, τὸν Φίλιππον καὶ τὸν Βαρθολομαῖον,

15. τὸν Ματθαῖον καὶ τὸν Θωμᾶν, τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ἀλφαίου, τὸν Σίμωνα, ὁ ὁποῖος καλεῖται Ζηλωτής,

16. τὸν Ἰούδαν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰακώβου, καὶ τὸν Ἰούδαν τὸν Ἰσκαριώτην, ὁ ὁποῖος καὶ ἔγινε προδότης.

17. Καὶ κατέβηκε μαζί τους καὶ ἐστάθηκε εἰς ἕνα τόπον πεδινὸν ὅπου ἦσαν πολλοὶ μαθηταί του καὶ πολὺς κόσμος ἀπὸ ὅλην τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὴν παραλίαν τῆς Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἔλθει διὰ νὰ τὸν ἀκούσουν καὶ νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὶς ἀρρώστειες τους

18. καὶ ὅσοι ἐνωχλοῦντο ἀπὸ πνεύματα ἀκάθαρτα, ἐθεραπεύοντο.

19. Καὶ ὅλος ὁ κόσμος ἐζητοῦσε νὰ τὸν ἀγγίξῃ, διότι ἔβγαινε ἀπ᾽ αὐτὸν δύναμις καὶ τοὺς ἐθεράπευε ὅλους.

20. Τότε ἐσήκωσε τὰ μάτια του πρὸς τοὺς μαθητάς του καὶ ἔλεγε, «Μακάριοι εἶσθε σεῖς οἱ πτωχοί, διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

21. Μακάριοι εἶσθε σεῖς ποὺ τώρα πεινᾶτε, διότι θὰ χορτάσετε. Μακάριοι εἶσθε σεῖς ποὺ τώρα κλαῖτε, διότι θὰ γελάσετε.

22. Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς μισήσουν οἱ ἄνθρωποι καὶ ὅταν σᾶς ἀφορίσουν καὶ σᾶς ὀνειδίσουν καὶ δυσφημήσουν τὸ ὄνομά σας ὡς πονηρὸν ἐξ αἰτίας τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

23. Χαρῆτε τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ πηδῆστε ἀπὸ χαράν, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας θὰ εἶναι μεγάλη εἰς τὸν οὐρανόν· τὰ ἴδια ἔκαναν οἱ πατέρες των καὶ εἰς τοὺς προφήτας.

24. Ἀλλοίμονον ὅμως σ᾽ ἐσᾶς τοὺς πλουσίους, διότι ἔχετε τὴν παρηγορίαν σας.

25. Ἀλλοίμονον σ᾽ ἐσᾶς ποὺ εἶσθε τώρα χορτασμένοι, διότι θὰ πεινάσετε. Ἀλλοίμονον σ᾽ἐσᾶς ποὺ τώρα γελᾶτε, διότι θὰ πενθήσετε καὶ θὰ κλάψετε.

26. Ἀλλοίμονον σ᾽ ἐσᾶς ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι λέγουν καλὰ λόγια γιὰ σᾶς, διότι ἔτσι ἀκριβῶς ἐφέροντο οἱ πατέρες των πρὸς τοὺς ψευδοπροφήτας».

27. «Ἀλλὰ σ᾽ ἐσᾶς ποὺ μὲ ἀκοῦτε, λέγω: Νὰ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετῆτε ἐκείνους ποὺ σᾶς μισοῦν,

28. νὰ εὐλογῆτε ἐκείνους ποὺ σᾶς καταρῶνται, νὰ προσεύχεσθε δι᾽ ἐκείνους ποὺ σᾶς κακομεταχειρίζονται.

29. Εἰς ἐκεῖνον ποὺ σὲ κτυπᾶ εἰς τὸ σαγόνι, δῶσε καὶ τὸ ἄλλο, καὶ ἐκεῖνον ποὺ σοῦ παίρνει τὸ ἐπανωφόρι, μὴ τὸν ἐμποδίσῃς νὰ σοῦ πάρῃ καὶ τὸ ὑποκάμισο.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Λουκαν 6