29. καὶ ἐσηκώθηκαν καὶ τὸν ἔδιωξαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν καὶ τὸν ἔφεραν ἕως τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἦτο κτισμένη ἡ πόλις των, μὲ σκοπὸν νὰ τὸν ρίξουν εἰς τὸν κρημνόν.
30. Αὐτὸς ὅμως ἐπέρασε διὰ μέσου αὐτῶν καὶ ἔφυγε.
31. Καὶ κατέβηκε εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία εἶναι πόλις τῆς Γαλιλαίας, καὶ τοὺς ἐδίδασκε κατὰ τὰ Σάββατα·
32. καὶ ἐξεπλήττοντο διὰ τὴν διδασκαλίαν του, διότι ὁ λόγος του εἶχε δύναμιν.
33. Εἰς τὴν συναγωγὴν ὑπῆρχε κάποιος ποὺ εἶχε πνεῦμα δαιμονίου ἀκαθάρτου καὶ ἐφώναζε μὲ δυνατὴν φωνήν,
34. «Αἴ, τί ἐπεμβαίνεις σ᾽ ἐμᾶς, Ἰησοῦ Ναζαρηνέ; Ἦλθες νὰ μᾶς καταστρέψῃς; Ξέρω ποιός εἶσαι· ὁ Ἅγιος τοῦ Θεοῦ».