31. Τότε ἀνοίχθηκαν τὰ μάτια τους καὶ τὸν ἀνεγνώρισαν, ἀλλ᾽ αὐτὸς ἔγινε ἄφαντος.
32. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους, «Δὲν ἔκαιε μέσα μας ἡ καρδιά μας καθὼς μᾶς ἐμιλοῦσε εἰς τὸν δρόμον καὶ μᾶς ἐξηγοῦσε τὰς γραφάς;».
33. Καὶ ἐσηκώθηκαν ἀμέσως καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ εὑρῆκαν τοὺς ἕνδεκα καὶ ὅσους ἦσαν μαζί τους νὰ εἶναι μαζεμμένοι
34. καὶ νὰ λέγουν ὅτι ἀληθῶς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὸν Σίμωνα.
35. Τότε αὐτοὶ διηγήθηκαν ὅσα συνέβησαν εἰς τὸν δρόμον καὶ πῶς τὸν ἀνεγνώρισαν ὅταν ἔκοβε τὸ ψωμί.
36. Ἐνῷ δὲ ἔλεγαν αὐτά, ὁ Ἰησοῦς ὁ ἴδιος ἐστάθηκε εἰς τὸ μέσον καὶ τοὺς λέγει, «Εἰρήνη ὑμῖν».
37. Καταληφθέντες δὲ ἀπὸ τρόμον καὶ φόβον, ἐνόμιζαν ὅτι βλέπουν φάντασμα.
38. Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Γιατί εἶσθε ταραγμένοι καὶ γιατί ἀνεβαίνουν σκέψεις στὶς καρδιές σας;
39. Ἰδέτε τὰ χέρια μου καὶ τὰ πόδια μου· εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος· ψηλαφίστε με καὶ ἰδέτε· ἕνα φάντασμα δὲν ἔχει σάρκα καὶ ὀστᾶ, ὅπως βλέπετε νὰ ἔχω ἐγώ».
40. Καὶ ὅταν εἶπε αὐτό, τοὺς ἔδειξε τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του.