57. Ἀλλ᾽ αὐτὸς τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Γυναῖκα, δὲν τὸν ξέρω».
58. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἕνας ἄλλος, ὅταν τὸν εἶδε, εἶπε, «Καὶ σὺ εἶσαι ἀπ᾽ αὐτούς». Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἄνθρωπε, δὲν εἶμαι».
59. Ἀφοῦ ἐπέρασε περίπου μιὰ ὥρα, κάποιος ἄλλος εἶπε μὲ βεβαιότητα, «Πραγματικά, καὶ αὐτὸς ἤτανε μαζί του, διότι εἶναι Γαλιλαῖος».
60. Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος εἶπε, «Ἄνθρωπε, δὲν ξέρω τί λές». Καὶ ἀμέσως, ἐνῷ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, ἐλάλησε ὁ πετεινός.
61. Ὁ Κύριος ἐγύρισε καὶ ἐκύτταξε κατὰ πρόσωπον τὸν Πέτρον καὶ ἐθυμήθηκε ὁ Πέτρος τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅταν τοῦ εἶπε, «Πρὶν λαλήσῃ ὁ πετεινός, θὰ μὲ ἀπαρνηθῇς τρεῖς φορές».
62. Καὶ ἐβγῆκε ἔξω καὶ ἔκλαψε πικρά.
63. Οἱ ἄνδρες ποὺ ἐκρατοῦσαν τὸν Ἰησοῦν, τὸν ἐνέπαιζαν καὶ τὸν ἔδερναν.