11. Τοὺς ἔστειλε πάλιν ἄλλον δοῦλον, ἀλλὰ καὶ αὐτὸν ἀφοῦ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν ἔβρισαν, τὸν ἔδιωξαν μὲ ἀδειανὰ χέρια.
12. Καὶ ἔστειλε πάλιν τρίτον. Ἀλλ᾽ αὐτοὶ καὶ τοῦτον ἐτραυμάτισαν καὶ τὸν ἔδιωξαν.
13. Εἶπε τότε ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ, «Τί νὰ κάνω; Θὰ στείλω τὸν υἱόν μου τὸν ἀγαπητόν, ἴσως ὅταν ἰδοῦν αὐτὸν θὰ τὸν σεβασθοῦν».
14. Ὅταν ὅμως τὸν εἶδαν οἱ γεωργοί, συζητοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος· ἐμπρός, ἂς τὸν σκοτώσωμεν, διὰ νὰ γίνῃ δική μας ἡ κληρονομία».
15. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὸ ἀμπέλι, τὸν ἐσκότωσαν. Τί θὰ κάνῃ λοιπὸν εἰς αὐτοὺς ὁ κύριος τοῦ ἀμπελιοῦ;
16. Θὰ ἔλθῃ καὶ θὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς γεωργοὺς αὐτοὺς καὶ θὰ δώσῃ τὸ ἀμπέλι σὲ ἄλλους». Ὅταν τὸ ἄκουσαν, εἶπαν, «Μὴ γένοιτο».