32. Ἐπῆγαν οἱ ἀπεσταλμένοι καὶ τὸ εὑρῆκαν νὰ στέκεται, ὅπως τοὺς εἶπε.
33. Τὴν στιγμὴν ποὺ ἔλυναν τὸ πουλάρι, τοὺς εἶπαν οἱ κύριοί του, «Γιατί λύνετε τὸ πουλάρι;».
34. Αὐτοὶ δὲ εἶπαν, «Ὁ Κύριος τὸ ἔχει ἀνάγκην».
35. Τὸ ἔφεραν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀφοῦ ἔστρωσαν εἰς τὸ πουλάρι τὰ ἐνδύματά τους, ἀνέβασαν ἐπάνω του τὸν Ἰησοῦν.
36. Καθὼς προχωροῦσε, ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον τὰ ἐνδύματά τους.
37. Ὅταν δὲ ἐπλησίαζε πλέον πρὸς τὴν κατάβασιν τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, ἄρχισαν ὅλοι οἱ μαθηταὶ ἀπὸ χαρὰν νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν μὲ μεγάλην φωνὴν δι᾽ ὅλα τὰ θαύματα ποὺ εἶδαν,
38. καὶ ἔλεγαν, Εὐλογημένος ὁ Βασιλεὺς ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου. Εἰρήνη εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ δόξα ἐν τοῖς ὑψίστοις.