12. Νηστεύω δυὸ φορὲς τὴν ἑβδομάδα, δίνω τὸ δέκατον ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἀποκτῶ».
13. Ὁ τελώνης ὅμως ἐστεκότανε μακρυὰ καὶ δὲν ἤθελε οὔτε τὰ μάτια του νὰ σηκώσῃ εἰς τὸν οὐρανὸν ἀλλ᾽ ἐκτυποῦσε τὸ στῆθός του καὶ ἔλεγε, «Θεέ, ἐλέησέ με τὸν ἁμαρτωλόν».
14. Σᾶς λέγω, ὅτι αὐτὸς κατέβηκε εἰς τὸ σπίτι του δικαιωμένος ἀπὸ τὸν Θεὸν παρά ὁ ἄλλος. Διότι ὅποιος ὑψώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ταπεινωθῇ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ταπεινώνει τὸν ἑαυτόν του θὰ ὑψωθῇ».
15. Τοῦ ἔφερναν ἀκόμη καὶ τὰ μικρὰ παιδιὰ διὰ νὰ τὰ ἀγγίξῃ. Ἀλλ᾽ ὅταν τὸ εἶδαν οἱ μαθηταὶ τοὺς ἐπέπληξαν.
16. Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τὰ προσκάλεσε καὶ εἶπε, «Ἀφῆστε τὰ παιδιὰ νὰ ἔλθουν σ᾽ ἐμὲ καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε· διότι σὲ τέτοιους ἀνήκει ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
17. Ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅποιος δὲν δεχθῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ σὰν ἕνα παιδί, δὲν θὰ μπῇ σ᾽ αὐτήν».
18. Κάποιος ἄρχων τὸν ἐρώτησε, «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί νὰ κάνω διὰ νὰ κληρονομήσω ζωὴν αἰώνιον;».