10. Ἀλλ᾽ ὅταν ἐπῆγαν οἱ ἀδελφοί του εἰς τὴν ἑορτήν, τότε ἐπῆγε καὶ αὐτός, ὄχι φανερὰ ἀλλὰ σχεδὸν κρυφά.
11. Οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀναζητοῦσαν κατὰ τὴν ἑορτὴν καὶ ἔλεγαν, «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;»,
12. καὶ ἐγίνετο μεγάλη φιλονεικία γι᾽ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Οἱ μὲν ἔλεγαν, «Εἶναι καλὸς ἄνθρωπος», ἄλλοι ἔλεγαν, «Ὄχι, πλανᾶ τὸν λαόν».
13. Κανεὶς ὅμως δὲν μιλοῦσε γι᾽ αὐτὸν δημοσίᾳ ἐπειδὴ ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους.
14. Κατὰ τὸ μέσον τῆς ἑορτῆς ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ναὸν καὶ ἐδίδασκε.
15. Οἱ Ἰουδαῖοι ἦσαν κατάπληκτοι καὶ ἔλεγαν, «Πῶς αὐτὸς ξέρει γράμματα, ἀφοῦ δὲν ἐσπούδασε;».
16. Ἀπεκρίθη τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἡ διδασκαλία μου δὲν εἶναι δική μου, ἀλλὰ ἐκείνου ποὺ μὲ ἔστειλε.
17. Ἐὰν θέλῃ κανεὶς νὰ κάνῃ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, θὰ γνωρίσῃ ἐὰν ἡ διδασκαλία μου προέρχεται ἀπ᾽ αὐτὸν ἢ ἂν ἐγὼ μιλῶ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου.