60. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του, ὅταν τὰ ἄκουσαν, εἶπαν, «Εἶναι σκληρὸς ὁ λόγος αὐτός· ποιός μπορεῖ νὰ τὸν ἀκούῃ;».
61. Ὁ Ἰησοῦς ἤξερε ἐσωτερικῶς ὅτι γογγύζουν γι᾽ αὐτὸ οἱ μαθηταί του καὶ τοὺς εἶπε, «Αὐτὸ σᾶς κλονίζει;
62. Ἐὰν ἰδῆτε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀνεβαίνῃ ἐκεῖ ὅπου ἦτο προτήτερα, τί θὰ ἐλέγατε;
63. Τὸ πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο ποὺ δίνει ζωήν, ἡ σάρκα δὲν ὠφελεῖ τίποτε. Τὰ λόγια, τὰ ὁποῖα ἐγὼ σᾶς μιλῶ, εἶναι πνεῦμα καὶ ζωή.
64. Καὶ ὅμως ὑπάρχουν μερικοὶ ἀπὸ σᾶς ποὺ δὲν πιστεύουν». Διότι ἤξερε ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ Ἰησοῦς ποιοί εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν πιστεύουν καὶ ποιός εἶναι ἐκεῖνος ποὺ θὰ τὸν παραδώσῃ.
65. Καὶ ἔλεγε, «Διὰ τοῦτο σᾶς εἶπα ὅτι κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἔλθῃ σ᾽ ἐμέ, ἐὰν δὲν εἶναι δοσμένο εἰς αὐτὸν ἀπὸ τὸν Πατέρα μου».
66. Γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγον πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἔφυγαν καὶ δὲν ἐπήγαιναν πλέον μαζί του.
67. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς δώδεκα, «Μήπως καὶ σεῖς θέλετε νὰ φύγετε;».
68. Ἀπεκρίθη τότε ὁ Σίμων Πέτρος, «Κύριε, σὲ ποιόν νὰ πᾶμε; Ἔχεις λόγια ζωῆς αἰωνίου,
69. καὶ ἐμεῖς ἔχομε πιστέψει καὶ γνωρίσει ὅτι σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωντανοῦ».
70. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Δὲν ἐδιάλεξα ἐγὼ ἐσᾶς τοὺς δώδεκα; Καὶ ὅμως ἕνας ἀπὸ σᾶς εἶναι διάβολος».
71. Ἐννοοῦσε τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος, τὸν Ἰσκαριώτην, ποὺ ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα καὶ αὐτὸς θὰ τὸν παρέδιδε.