Καινή Διαθήκη

Κατα Ιωαννην 6:10-23 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

10. Ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Βάλτε τοὺς ἀνθρώπους νὰ ξαπλώσουν». Ὑπῆρχε ἐκεῖ πολὺ χορτάρι. Ἐξαπλώθηκαν λοιπὸν οἱ ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν περίπου πέντε χιλιάδες.

11. Ἐπῆρε τότε ὁ Ἰησοῦς τὰ ψωμιὰ καὶ ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὸν Θεόν, ἐμοίρασε εἰς τοὺς μαθητάς, οἱ δὲ μαθηταὶ εἰς τοὺς ξαπλωμένους· ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὰ ψάρια, ὅσο ἤθελαν.

12. Ὅταν ἐχόρτασαν ὅλοι, λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του, «Μαζέψτε τὰ κομμάτια ποὺ περίσσεψαν διὰ νὰ μὴ χαθῇ τίποτε».

13. Ἐμάζεψαν λοιπὸν καὶ γέμισαν δώδεκα κοφίνια μὲ κομμάτια ἀπὸ τὰ πέντε κριθαρένια ψωμιὰ ποὺ περίσσεψαν σ᾽ ἐκείνους ποὺ εἶχαν φάγει.

14. Ὅταν εἶδαν οἱ ἄνθρωποι τὸ θαῦμα ποὺ ἔκανε ὁ Ἰησοῦς, ἔλεγαν, «Αὐτὸς πραγματικὰ εἶναι ὁ προφήτης ποὺ μέλλει νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν κόσμον».

15. Ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ἀντελήφθη ὅτι ἐπρόκειτο νὰ ἔλθουν καὶ νὰ τὸν ἁρπάξουν, διὰ νὰ τὸν κάνουν βασιλέα, ἔφυγε πάλιν εἰς τὸ ὄρος μόνος.

16. Ὅταν ἐβράδυασε, κατέβηκαν οἱ μαθηταί του εἰς τὴν λίμνην,

17. ἐμπῆκαν εἰς πλοιάριον καὶ ἐπήγαιναν πρὸς τὴν ἀπέναντι ὄχθην τῆς λίμνης εἰς τὴν Καπερναούμ, εἶχε δὲ πιὰ σκοτεινιάσει καὶ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει

18. καὶ ἡ λίμνη ἐφούσκωνε, διότι ἔπνεε δυνατὸς ἄνεμος.

19. Ὅταν εἶχαν προχωρήσει περὶ τὰ εἴκοσι πέντε ἢ τριάντα στάδια, βλέπουν τὸν Ἰησοῦν νὰ περπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν λίμνην καὶ νὰ πλησιάζῃ εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἐφοβήθηκαν.

20. Ἀλλ᾽ αὐτὸς τοὺς λέγει, «Ἐγὼ εἶμαι, μὴ φοβᾶσθε».

21. Ἤθελαν τότε νὰ τὸν παραλάβουν εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἀμέσως τὸ πλοιάριον ἔφθασε εἰς τὴν ξηράν, εἰς τὴν ὁποίαν ἐπήγαιναν.

22. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ὁ κόσμος, ποὺ ἐστέκετο εἰς τὴν ἄλλην ὄχθην τῆς λίμνης, εἶδε ὅτι δὲν ὑπῆρχε ἐκεῖ ἄλλο πλοιάριον παρὰ ἕνα, ἐκεῖνο, εἰς τὸ ὁποῖον ἐμπῆκαν οἱ μαθηταί του, καὶ ὅτι ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε μπῆ εἰς τὸ πλοιάριον μαζὶ μὲ τοὺς μαθητάς του ἀλλ᾽ ὅτι οἱ μαθηταί του εἶχαν ἀναχωρήσει μόνοι.

23. Ἦλθαν ὅμως ἄλλα πλοιάρια ἀπὸ τὴν Τιβεριάδα πλησίον εἰς τὸν τόπον, ὅπου ἔφαγαν ψωμὶ μετὰ τὴν εὐχαριστήριον εὐχὴν τοῦ Κυρίου.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ιωαννην 6