Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ ἀσθενής, «Κύριε, δὲν ἔχω ἄνθρωπον νὰ μὲ βάλῃ εἰς τὴν δεξαμενήν, ὅταν τὸ νερὸ ταραχθῇ, καὶ ἐνῷ ἔρχομαι κατεβαίνει ἄλλος πρὶν ἀπὸ ἐμέ».