29. Ἐκείνη μόλις τὸ ἄκουσε, σηκώνεται γρήγορα καὶ ἔρχεται σ᾽ αὐτόν.
30. Ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη εἰς τὸ χωριό, ἀλλ᾽ εὑρίσκετο εἰς τὸν τόπον ὅπου τὸν προϋπάντησε ἡ Μάρθα.
31. Οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν μαζί της εἰς τὸ σπίτι καὶ τὴν παρηγοροῦσαν, ὅταν εἶδαν ὅτι ἡ Μαρία ἐσηκώθηκε γρήγορα καὶ ἐβγῆκε, τὴν ἀκολούθησαν καὶ ἔλεγαν, «Πηγαίνει εἰς τὸ μνημεῖον διὰ νὰ κλάψῃ ἐκεῖ».
32. Ἦλθε λοιπὸν ἡ Μαρία ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Ἰησοῦς, καὶ μόλις τὸν εἶδε, ἔπεσε στὰ πόδια του καὶ τοῦ εἶπε, «Κύριε, ἐὰν ἤσουνα ἐδῶ, δὲν θὰ πέθαινε ὁ ἀδελφός μου».
33. Ὅταν ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶδε νὰ κλαίῃ καὶ τοὺς Ἰουδαίους ποὺ τὴν συνώδευαν νὰ κλαίουν ἐπίσης, ἀναστέναξε μέσα του καὶ ταράχθηκε
34. καὶ εἶπε, «Ποῦ τὸν ἔχετε βάλει;». Τοῦ λέγουν, «Κύριε, ἔλα νὰ ἰδῇς».
35. Ὁ Ἰησοῦς ἐδάκρυσε.
36. Εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι, «Κύτταξε πόσον τὸν ἀγαποῦσε».
37. Ἀλλὰ μερικοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς εἶπαν, «Δὲν μποροῦσε αὐτός, ποὺ ἄνοιξε τὰ μάτια τοῦ τυφλοῦ, νὰ κάνῃ κάτι ὥστε νὰ μὴ πεθάνῃ ὁ Λάζαρος;».