6. Αὐτὴν τὴν παραβολὴν τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς, ἀλλ᾽ ἐκεῖνοι δὲν ἐννόησαν τί ἐσήμαιναν αὐτὰ ποὺ τοὺς ἔλεγε.
7. Τοὺς εἶπε λοιπὸν πάλιν ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα τῶν προβάτων.
8. Ὅλοι ὅσοι ἦλθαν πρὶν ἀπὸ ἐμέ, εἶναι κλέπται καὶ λῃσταί, ἀλλὰ τὰ πρόβατα δὲν τοὺς ἄκουσαν.
9. Ἐγὼ εἶμαι ἡ πόρτα· ὅποιος θὰ μπῇ δι᾽ ἐμοῦ, θὰ σωθῇ καὶ θὰ μπαίνῃ καὶ θὰ βγαίνῃ καὶ θὰ βρίσκῃ βοσκήν.
10. Ὁ κλέπτης δὲν ἔρχεται παρὰ γιὰ νὰ κλέψῃ καὶ νὰ σφάξῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ. Ἐγὼ ἦλθα διὰ νὰ ἔχουν ζωὴν καὶ νὰ τὴν ἔχουν ἄφθονη.
11. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλός. Ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς θυσιάζει τὴν ζωήν του διὰ τὰ πρόβατα.
12. Ὁ μισθωτός, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι βοσκός, καὶ τὰ πρόβατα δὲν εἶναι δικά του, βλέπει τὸν λύκον νὰ ἔρχεται καὶ ἀφήνει τὰ πρόβατα καὶ φεύγει, καὶ ὁ λύκος τὰ ἁρπάζει καὶ τὰ σκορπίζει,