34. Καὶ ἐγὼ εἶδα καὶ ἐμαρτύρησα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
35. Τὴν ἄλλην ἡμέραν πάλιν ἐστεκότανε ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης μὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του·
36. ἐκύτταξε τὸν Ἰησοῦν καθὼς ἐπερνοῦσε καὶ εἶπε, «Νά ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ».
37. Ἄκουσαν αὐτὸ οἱ δύο μαθηταὶ καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν.
38. Ὅταν ἐγύρισε ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶδε νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, τοὺς λέγει, «Τί ζητᾶτε;». Ἐκεῖνοι εἶπαν, «Ραββί, (τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει, Διδάσκαλε) ποῦ μένεις;».
39. Αὐτὸς τοὺς ἀπαντᾶ, «Ἐλᾶτε νὰ ἰδῆτε». Ἦλθαν λοιπὸν καὶ εἶδαν ποῦ μένει καὶ ἔμειναν μαζί του τὴν ἡμέραν ἐκείνην. Ἦτο δὲ ἡ ὥρα δέκα περίπου.
40. Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δύο, ποὺ ἄκουσαν τί εἶπε ὁ Ἰωάννης καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ἦτο ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνος Πέτρου.
41. Αὐτὸς βρίσκει πρῶτα τὸν ἀδελφόν του Σίμωνα καὶ τοῦ λέγει, «Εὑρήκαμεν τὸν Μεσσίαν» (τὸ ὁποῖον μεταφραζόμενον σημαίνει Χριστός).
42. Τὸν ἔφερε εἰς τὸν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος τὸν ἐκύτταξε καὶ εἶπε, «Σὺ εἶσαι ὁ Σίμων, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωνᾶ· θὰ ὀνομασθῇς Κηφᾶς» (τὸ ὁποῖον σημαίνει Πέτρος).
43. Τὴν ἄλλην ἡμέραν ἤθελε ὁ Ἰησοῦς νὰ μεταβῇ εἰς τὴν Γαλιλαίαν καὶ βρίσκει τὸν Φίλιππον καὶ τοῦ λέγει, «Ἀκολούθησέ με».
44. Κατήγετο δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδά, ἀπὸ τὴν πόλιν τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου.
45. Ὁ Φίλιππος εὑρίσκει τὸν Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέγει, «Εὑρήκαμε ἐκεῖνον, διὰ τὸν ὁποῖον ἔγραψε ὁ Μωϋσῆς εἰς τὸν νόμον καὶ οἱ Προφῆται, τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴν Ναζαρέτ».
46. Καὶ ὁ Ναθαναὴλ τοῦ εἶπε, «Εἶναι δυνατὸν ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ νὰ προέλθῃ κανένα καλό;». Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Φίλιππος, «Ἔλα νὰ ἰδῇς».