Καινή Διαθήκη

Κατα Ιωαννην 1:18-36 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

18. Τὸν Θεὸν κανεὶς δὲν ἔχει ἰδῆ ποτέ. Ὁ μονογενὴς Υἱὸς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατέρα, ἐκεῖνος τὸν ἔκαμε γνωστόν.

19. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἔστειλαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ Λευΐτας νὰ τὸν ἐρωτήσουν, «Σὺ ποιός εἶσαι;».

20. Καὶ ὡμολόγησε καὶ δὲν ἀρνήθηκε ἀλλὰ ὡμολόγησε, «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός».

21. Καὶ τὸν ἐρώτησαν πάλιν, «Τί, λοιπόν, εἶσαι σύ; Ὁ Ἠλίας;». Καὶ λέγει, «Δὲν εἶμαι». «Ὁ Προφήτης εἶσαι σύ;». Καὶ ἀπεκρίθη, «Ὄχι».

22. Εἶπαν λοιπὸν εἰς αὐτόν, «Ποιός εἶσαι; Διὰ νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν εἰς ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί λὲς γιὰ τὸν ἑαυτόν σου;».

23. Ὁ Ἰωάννης εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ ἑνὸς ποὺ φωνάζει εἰς τὴν ἔρημον, Κάνετε ἴσιο τὸν δρόμον τοῦ Κυρίου, καθὼς εἶπε ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης».

24. Οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ μέρους τῶν Φαρισαίων

25. καὶ τὸν ἐρώτησαν, «Γιατί λοιπὸν βαπτίζεις, ἐὰν δὲν εἶσαι σὺ ὁ Χριστὸς οὔτε ὁ Ἠλίας οὔτε ὁ Προφήτης;».

26. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, «Ἐγὼ βαπτίζω μὲ νερὸ ἀλλὰ μεταξύ σας στέκεται ἕνας ποὺ σεῖς δὲν τὸν ξέρετε,

27. αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, καὶ εἶναι ἀνώτερός μου, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὸ ὑπόδημά του».

28. Αὐτὰ συνέβησαν εἰς τὴν Βηθανίαν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, ὅπου ὁ Ἰωάννης ἐβάπτιζε.

29. Τὴν ἄλλην ἡμέραν βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει, «Νά ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.

30. Αὐτὸς εἶναι διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ εἶπα, «Ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται κάποιος, ποὺ εἶναι ἀνώτερός μου, διότι ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ἐμέ».

31. Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν τὸν ἤξερα, ἀλλὰ διὰ νὰ γίνῃ φανερὸς εἰς τὸν Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθα ἐγὼ νὰ βαπτίζω μὲ νερό».

32. Καὶ ὁ Ἰωάννης ἔδωσε μαρτυρίαν, καὶ εἶπε, «Εἶδα τὸ Πνεῦμα νὰ κατεβαίνῃ σὰν περιστερὰ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ ἔμεινε ἐπάνω του.

33. Ἐγὼ δὲν τὸν ἤξερα, ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε νὰ βαπτίζω μὲ νερό, ἐκεῖνος μοῦ εἶπε, «Εἰς ὅποιον θὰ ἰδῇς νὰ κατεβαίνῃ τὸ Πνεῦμα καὶ νὰ μένῃ ἐπάνω του, αὐτὸς εἶναι ποὺ βαπτίζει μὲ Πνεῦμα Ἅγιον».

34. Καὶ ἐγὼ εἶδα καὶ ἐμαρτύρησα ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».

35. Τὴν ἄλλην ἡμέραν πάλιν ἐστεκότανε ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης μὲ δύο ἀπὸ τοὺς μαθητάς του·

36. ἐκύτταξε τὸν Ἰησοῦν καθὼς ἐπερνοῦσε καὶ εἶπε, «Νά ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ιωαννην 1