κεφάλαια

  1. 1
  2. 2
  3. 3
  4. 4
  5. 5

Καινή Διαθήκη

Ιακωβου 2 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

Συμπεριφορὰ πρὸς τοὺς πλουσίους καὶ πτωχούς

1. Ἀδελφοί μου, μὴ συνδέετε μὲ προσωποληψίας τὴν πίστιν τοῦ ἐνδόξου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

2. Ἐὰν μπῇ εἰς τὴν συνάθροισίν σας ἄνθρωπος μὲ χρυσὸ δακτυλίδι καὶ ὡραῖα ντυμένος, καὶ μπῇ ἐπίσης ἕνας πτωχὸς μὲ λερωμένα ροῦχα,

3. καὶ σεῖς δώσετε προσοχὴν εἰς ἐκεῖνον ποὺ φορεῖ τὰ ὡραῖα ροῦχα καὶ τοῦ πῆτε, Κάθησε ἐδῶ, παρακαλῶ, καὶ εἰς τὸν πτωχὸν πῆτε, Σὺ στάσου ἐκεῖ ἢ κάθησε ἐδῶ κοντὰ εἰς τὸ σκαμνὶ τῶν ποδιῶν μου,

4. δὲν ἐκάνατε μεταξύ σας διάκρισιν καὶ δὲν ἐγίνατε κριταὶ μὲ σκέψεις κακές;

5. Ἀκοῦστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. Ὁ Θεὸς δὲν ἐδιάλεξε ἐκείνους ποὺ εἶναι πτωχοὶ εἰς τὰ μάτια τοῦ κόσμου νὰ γίνουν πλούσιοι εἰς τὴν πίστιν καὶ κληρονόμοι τῆς βασιλείας, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκε εἰς ὅσους τὸν ἀγαποῦν;

6. Σεῖς ὅμως ἐξευτελίσατε τὸν πτωχόν. Δὲν σᾶς καταδυναστεύουν οἱ πλούσιοι, καὶ αὐτοὶ δὲν εἶναι ποὺ σᾶς σύρουν εἰς τὰ δικαστήρια;

7. Δὲν εἶναι αὐτοὶ ποὺ βλασφημοῦν τὸ τιμητικὸν ὄνομα, μὲ τὸ ὁποῖον ὀνομάζεσθε;

8. Ἐὰν πραγματικὰ ἐφαρμόζετε τὸν βασιλικὸν νόμον, σύμφωνα μὲ τὴν γραφήν, Νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου ὅπως τὸν ἑαυτόν σου, καλὰ κάνετε.

9. Ἐὰν ὅμως χαρίζεσθε σὲ πρόσωπα, κάνετε ἁμαρτίαν, καὶ ἐλέγχεσθε ἀπὸ τὸν νόμον ὡς παραβάται.

10. Διότι ὅποιος τηρήσῃ ὁλόκληρον τὸν νόμον, πταίσῃ ὅμως εἰς ἕνα σημεῖον, ἔχει γίνει ἔνοχος παραβάσεως ὅλου τοῦ νόμου.

11. Διότι ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, Νὰ μὴ μοιχεύσῃς εἶπε καὶ Νὰ μὴ φονεύσῃς. Ἐὰν δὲ δὲν μοιχεύσῃς, ἀλλὰ φονεύσῃς, ἔχεις γίνει παραβάτης τοῦ νόμου.

12. Νὰ μιλᾶτε καὶ νὰ ἐνεργῆτε σὰν ἄνθρωποι ποὺ μέλλετε νὰ κριθῆτε διὰ νόμου ἐλευθερίας,

13. διότι ἡ κρίσις θὰ εἶναι ἄσπλαγχνη πρὸς ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔδειξε εὐσπλαγχνίαν. Ἡ εὐσπλαγχνία θριαμβεύει ἔναντι τῆς κρίσεως.

Πίστις καὶ ἔργα

14. Ποιά εἶναι ἡ ὠφέλεια, ἀδελφοί μου, ἐὰν λέγῃ κανεὶς ὅτι ἔχει πίστιν, δὲν ἔχει ὅμως ἔργα; Μήπως εἶναι δυνατὸν ἡ πίστις του νὰ τὸν σώσῃ;

15. Ἐὰν ἕνας ἀδελφὸς ἢ μία ἀδελφὴ δὲν ἔχουν ἐπαρκῆ ἐνδύματα καὶ στεροῦνται τῆς καθημερινῆς τροφῆς,

16. τοὺς πῇ δὲ κάποιος ἀπὸ σᾶς, «Πηγαίνετε στὸ καλό, ζεσταθῆτε καὶ χορτασθῆτε», καὶ δὲν τοὺς δώσετε τὰ ἀναγκαῖα διὰ τὸ σῶμα, ποιά ἡ ὠφέλεια;

17. Ἔτσι καὶ ἡ πίστις, ἐὰν δὲν ἔχῃ ἔργα εἶναι νεκρὴ καθ᾽ ἑαυτήν.

18. Ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πῇ, «Ὁ ἕνας ἔχει πίστιν καὶ ὁ ἄλλος ἔχει ἔργα»· ἀπόδειξέ μου ὅτι ἔχεις πίστιν χωρὶς ἔργα καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποδείξω ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὴν πίστιν μου.

19. Σὺ πιστεύεις ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Καλὰ κάνεις· καὶ τὰ δαιμόνια τὸ πιστεύουν αὐτὸ καὶ φρίττουν.

20. Θέλεις νὰ μάθῃς, ὦ ἄνθρωπε κούφιε, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή;

21. Ὁ Ἀβραάμ, ὁ προπάτοράς μας, δὲν ἐδικαιώθηκε μὲ τὰ ἔργα, ὅταν προσέφερε τὸν Ἰσαὰκ τὸν υἱόν του εἰς τὸ θυσιαστήριον;

22. Βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνεργοῦσε μαζὶ μὲ τὰ ἔργα του καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα ἔγινε ἡ πίστις τελεία

23. καὶ ἐκπληρώθηκε ἡ γραφὴ ποὺ λέγει, Ἐπίστεψε ὁ Ἀβραὰμ εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸ τοῦ λογαριάσθηκε πρὸς δικαίωσιν καὶ ὠνομάσθηκε φίλος τοῦ Θεοῦ.

24. Βλέπετε λοιπόν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται ἀπὸ τὰ ἔργα καὶ ὄχι μόνον ἀπὸ τὴν πίστιν.

25. Δὲν ἐδικαιώθηκε ἀπὸ ἔργα ἐπίσης ἡ Ραὰβ ἡ πόρνη, ἐπειδὴ ἐδέχθηκε τοὺς ἀγγελιαφόρους καὶ τοὺς ἄφησε νὰ φύγουν ἀπὸ ἄλλον δρόμον;

26. Ὅπως τὸ σῶμα χωρὶς πνεῦμα εἶναι νεκρόν, ἔτσι καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρή.