31. Ἐσήκωσαν πάλιν πέτρες οἱ Ἰουδαῖοι διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν.
32. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς εἶπε, «Πολλὰ καλὰ ἔργα σᾶς ἔδειξα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, γιὰ ποιό ἔργον ἀπὸ αὐτὰ μὲ λιθοβολεῖτε;».
33. Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι, «Δὲν σὲ λιθοβολοῦμε γιὰ κάποιο καλὸ ἔργον ἀλλὰ διὰ βλασφημίαν, διότι σύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν σου Θεόν».
34. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον σας, Ἐγὼ εἶπα, εἶσθε Θεοί;
35. Ἐὰν ἐκείνους εἶπε Θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἦλθε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ — καὶ ἡ γραφὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταργηθῇ —
36. σεῖς λέτε εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ὁ Πατέρας τὸν ἁγίασε καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον, «Βλασφημεῖς», ἐπειδὴ εἶπα, «Εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»;
37. Ἐὰν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε.
38. Ἐὰν ὅμως τὰ κάνω, τότε, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν πιστεύετε σ᾽ ἐμέ, πιστέψατε εἰς τὰ ἔργα, διὰ νὰ γνωρίσετε καὶ πιστέψετε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἐν ἐμοὶ καὶ ἐγὼ ἐν αὐτῷ».
39. Ἐζητοῦσαν τότε πάλιν νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλ᾽ ἐξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τους.
40. Καὶ ἀνεχώρησε πάλιν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, εἰς τὸν τόπον ὅπου ἐβάπτιζε πρῶτα ὁ Ἰωάννης, καὶ ἔμεινε ἐκεῖ.
41. Καὶ ἦλθαν πολλοὶ πρὸς αὐτὸν καὶ ἔλεγαν, «Ὁ Ἰωάννης δὲν ἔκανε κανένα θαῦμα, ἀλλ᾽ ὅλα ὅσα εἶπε γι᾽ αὐτόν, ἦσαν ἀληθινὰ».
42. Καὶ πολλοὶ ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖ.