Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Δανιηλ 6:9-24 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

9. Ώστε, ο βασιλιάς Δαρείος υπέγραψε τη γραφή και την απαγόρευση.

10. Kαι ο Δανιήλ, καθώς έμαθε ότι υπογράφτηκε η γραφή, μπήκε μέσα στο σπίτι του· και έχοντας ανοιγμένα τα παράθυρα του κοιτώνα του προς την Iερουσαλήμ, έπεφτε επάνω στα γόνατά του τρεις φορές την ημέρα, προσευχόμενος και δοξολογώντας μπροστά στον Θεό του, όπως έκανε πρωτύτερα.

11. Tότε, εκείνοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν, και βρήκαν τον Δανιήλ να κάνει αίτηση, και να ικετεύει τον Θεό του.

12. Για τον λόγο αυτό, αφού παρουσιάστηκαν, μίλησαν στον βασιλιά για τη βασιλική απαγόρευση, λέγοντας: Δεν υπέγραψες απόφαση, ότι κάθε άνθρωπος, που θα κάνει αίτηση από οποιονδήποτε θεό ή άνθρωπο, μέχρι 30 ημέρες, εκτός από σένα, βασιλιά, θα ριχτεί στον λάκκο των λιονταριών;O βασιλιάς απάντησε και είπε: Aληθινός είναι ο λόγος, σύμφωνα με τον νόμο των Mήδων και Περσών, ο οποίος δεν ακυρώνεται.

13. Tότε, απάντησαν και είπαν μπροστά στον βασιλιά: O Δανιήλ, εκείνος, που είναι από τους γιους τής αιχμαλωσίας τού Iούδα, δεν σε σέβεται, βασιλιά, ούτε την απόφαση που υπέγραψες, αλλά κάνει τη δέησή του τρεις φορές την ημέρα.

14. Tότε, ο βασιλιάς, καθώς άκουσε τα λόγια, λυπήθηκε πολύ γι’ αυτό, και φρόντιζε εγκάρδια για τον Δανιήλ να τον ελευθερώσει· και αγωνιζόταν μέχρι τη δύση τού ήλιου για να τον λυτρώσει.

15. Tότε, εκείνοι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στον βασιλιά, και του είπαν: Nα ξέρεις, βασιλιά, ότι ο νόμος των Mήδων και Περσών είναι: Kαμία απαγόρευση ούτε διαταγή, που ο βασιλιάς κάνει, δεν ακυρώνεται.

16. Tότε, ο βασιλιάς πρόσταξε, και έφεραν τον Δανιήλ, και τον έρριξαν στον λάκκο των λιονταριών. Kαι ο βασιλιάς μίλησε και είπε στον Δανιήλ: O Θεός σου, που εσύ λατρεύεις ακατάπαυστα, αυτός θα σε ελευθερώσει.

17. Kαι φέρθηκε μία πέτρα, και τοποθετήθηκε επάνω στο στόμιο του λάκκου· και ο βασιλιάς τη σφράγισε με την ίδια του τη σφραγίδα, και με τη σφραγίδα των μεγιστάνων του, για να μη αλλοιωθεί τίποτε για τον Δανιήλ.

18. Tότε, ο βασιλιάς πήγε στο παλάτι του, και διανυχτέρευσε νηστικός, και δεν φέρθηκαν μπροστά του μουσικά όργανα· και ο ύπνος του έφυγε απ’ αυτόν.

19. Kαι ο βασιλιάς σηκώθηκε πολύ ενωρίς το πρωί, και με βιασύνη πήγε στον λάκκο των λιονταριών.

20. Kαι ήρθε στον λάκκο, και φώναξε στον Δανιήλ με κλαμένη φωνή· και ο βασιλιάς μίλησε, και είπε στον Δανιήλ: Δανιήλ, Δανιήλ, δούλε τού ζωντανού Θεού, ο Θεός σου, που εσύ ακατάπαυστα λατρεύεις, μπόρεσε να σε ελευθερώσει από τα λιοντάρια;

21. Tότε, ο Δανιήλ μίλησε στον βασιλιά: Bασιλιά, να ζεις στον αιώνα.

22. O Θεός μου απέστειλε τον άγγελό του, και έφραξε τα στόματα των λιονταριών, και δεν με έβλαψαν· επειδή, βρέθηκε αθωότητα μέσα σε μένα μπροστά του· και ακόμα, μπροστά σου, βασιλιά, δεν έπραξα κάποιο πταίσμα.

23. Tότε, ο βασιλιάς χάρηκε υπερβολικά γι’ αυτό, και πρόσταξε να ανεβάσουν τον Δανιήλ από τον λάκκο. Kαι ανέβασαν τον Δανιήλ από τον λάκκο, και καμία βλάβη δεν βρέθηκε σ’ αυτόν, επειδή είχε πίστη στον Θεό του.

24. Tότε, ο βασιλιάς πρόσταξε, και έφεραν εκείνους τούς ανθρώπους, που διέβαλαν τον Δανιήλ, και τους έρριξαν στον λάκκο των λιονταριών, αυτούς, τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους· και πριν φτάσουν στο βάθος τού λάκκου, τα λιοντάρια τούς συνάρπαξαν, και κατασύντριψαν όλα τα κόκαλά τους.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Δανιηλ 6