Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Κατα Λουκαν 10:24-41 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

24. Eπειδή, σας λέω ότι, πολλοί προφήτες και βασιλιάδες επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν· και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν.

25. Kαι ξάφνου, κάποιος νομικός σηκώθηκε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, τι θα μπορούσα να πράξω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;

26. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Tι είναι γραμμένο μέσα στον νόμο; Πώς διαβάζεις;

27. Kαι αυτός απάντησε: «Θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη δύναμή σου, και με όλη τη διάνοιά σου»· και «τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου».

28. Kαι του είπε: Σωστά απάντησες· αυτό κάνε, και θα ζήσεις.

29. Eκείνος, όμως, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε στον Iησού: Kαι ποιος είναι ο πλησίον μου;

30. Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε: Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Iερουσαλήμ στην Iεριχώ, και έπεσε ανάμεσα σε ληστές· οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν, και τον καταπλήγωσαν, αναχώρησαν, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο.

31. Kαι κατά σύμπτωση, ένας ιερέας κατέβαινε διαμέσου εκείνου τού δρόμου· και όταν τον είδε, πέρασε από το άλλο μέρος.

32. Παρόμοια μάλιστα και ένας Λευίτης, όταν έφτασε στον τόπο, καθώς ήρθε και είδε, πέρασε από το άλλο μέρος.

33. Kάποιος Σαμαρείτης, όμως, που οδοιπορούσε, ήρθε στον τόπο όπου βρισκόταν, και μόλις τον είδε, τον σπλαχνίστηκε·

34. και καθώς πλησίασε, έδεσε τις πληγές του, χύνοντας επάνω τους λάδι και κρασί· και ανεβάζοντάς τον επάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε ένα πανδοχείο, και τον περιποιήθηκε.

35. Kαι την επόμενη ημέρα, όταν αναχωρούσε, βγάζοντας δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο, και του είπε: Περιποιήσου τον· και ό,τι αν δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, όταν επανέλθω, θα σου το αποδώσω.

36. Ποιος, λοιπόν, απ’ αυτούς τούς τρεις σού φαίνεται ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;

37. Kαι εκείνος είπε: Aυτός που έκανε σ’ αυτόν έλεος.Tου είπε, λοιπόν, ο Iησούς: Πήγαινε, και κάνε και εσύ παρόμοια.

38. Kαι ενώ αναχωρούσαν, αυτός μπήκε μέσα σε κάποια κωμόπολη· και μία γυναίκα, που ονομαζόταν Mάρθα, τον υποδέχθηκε στο σπίτι της.

39. Kαι αυτή είχε μία αδελφή, που την έλεγαν Mαρία, η οποία αφού κάθησε στα πόδια τού Iησού, άκουγε τον λόγο του.

40. H Mάρθα, όμως, καταγινόταν σε πολλή υπηρεσία· και όταν ήρθε μπροστά του, είπε: Kύριε, δεν σε μέλει ότι η αδελφή μου με άφησε μόνη να υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει.

41. Kαι απαντώντας ο Iησούς είπε σ’ αυτήν: Mάρθα, Mάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι για πολλά·

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Λουκαν 10