Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 2:3-16 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

3. Μην υπερηφανεύεστεκαι τους σπουδαίους μην κάνετε!Για τα αμαρτωλά σας σχέδια μην καυχιέστε.Ο Κύριος τα ξέρει όλα όσα κάνετε·κάθε επαίσχυντη πράξη τη δικάζει.

4. »Τα όπλα κομματιάζει των ισχυρώνκι ανανεώνει τη δύναμη των αδυνάτωνκαι των απελπισμένων.

5. Οι πλούσιοι πρέπει με τον κόπο τους,να βγάζουν το ψωμί τους.Ας μη στενάζουν πια οι φτωχοί!Μπορούνε να πανηγυρίζουν.»Εφτά παιδιά θε ν’ αποκτήσει η άτεκνηκαι όλα θα τα χάσει η πολύτεκνη.

6. Ο Κύριος δίνει το θάνατο δίνει και τη ζωή·αυτός στον άδη κατεβάζεικι από το θάνατο ανεβάζει στη ζωή.

7. Ο Κύριος κάνει κάποιον πλούσιο·κι ο Κύριος φτωχό τον κάνει·εκείνος ταπεινώνει,αλλά κι εκείνος ανεβάζει ψηλά.

8. Βγάζει απ’ τη δυστυχία του τον καταφρονεμένο,στη δόξα τον περνά.Τον βάζει να σταθεί ανάμεσα στους διακεκριμένους,θέση τού δίνει τιμητική.Γιατί όλη η γη στον Κύριο ανήκει·αυτός την έχτισε πάνω σε ασάλευτα θεμέλια.

9. »Ο Κύριος οδηγεί και προστατεύειόλους εκείνους που τον εμπιστεύονται.Μα οι εχθροί του καταλήγουν στο σκοτάδι.Απ’ όσους εμπιστεύονται στην ίδια τους τη δύναμη,κανείς δε θα νικήσει.

10. Εκείνος που επαναστατεί ενάντια στον Κύριο,θα χαθεί.Ο Ύψιστος στον ουρανό ενάντια του βροντάει.Ο Κύριος κρίνει όλη τη γη·το βασιλιά του διάλεξεκαι τον εγκατέστησε.Τη νίκη τού χαρίζει και δύναμη τρανή».

11. Μετά ο Ελκανά γύρισε σπίτι του, στη Ραμά, ενώ το παιδί έμεινε στη Σιλώ και υπηρετούσε τον Κύριο με την επίβλεψη του ιερέα Ηλεί.

12. Οι γιοι του Ηλεί ήταν αχρείοι άνθρωποι· δε σέβονταν τον Κύριο,

13. ούτε τις διατάξεις για τις απολαβές των ιερέων από τις προσφορές του λαού. Όταν ερχόταν κανείς να θυσιάσει, ενώ έβραζε ακόμη το κρέας, έφτανε ο υπηρέτης του ιερέα, κρατώντας μια πηρούνα με τρία δόντια.

14. Έχωνε την πηρούνα στο καζάνι, στην κατσαρόλα, στη χύτρα ή στο τσουκάλι κι ό,τι έπιανε το έπαιρνε ο ιερέας για τον εαυτό του. Τα ίδια έκαναν σ’ όλους τους Ισραηλίτες που έρχονταν να θυσιάσουν εκεί στη Σιλώ.

15. Επίσης πριν ακόμη καεί το λίπος του ζώου, ερχόταν ο υπηρέτης του ιερέα κι έλεγε στον άνθρωπο που πρόσφερε τη θυσία: «Δώσε μου κρέας να το κάνω ψητό για τον ιερέα· δε θα πάρει από σένα κρέας βρασμένο, το θέλει ωμό».

16. Κι αν ο άνθρωπος του έλεγε: «Άφησε πρώτα να καεί το λίπος κι ύστερα πάρε όσο θέλεις», τότε ο υπηρέτης απαντούσε: «Όχι, τώρα θα μου το δώσεις, διαφορετικά θα το πάρω με τη βία».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Α΄ Σαμουηλ (Ή Βασιλειων Α΄) 2