24. καὶ παίρνουν τὴν δικαίωσιν δωρεὰν μὲ τὴν χάριν του διὰ τῆς λυτρώσεως, ποὺ ἔγινε διὰ τοῦ Χριστοῦ Ἰησοῦ,
25. τὸν ὁποῖον ὁ Θεὸς προώρισε νὰ εἶναι, διὰ μέσου τῆς πίστεως, τὸ ὄργανον ἐξιλασμοῦ διὰ τοῦ αἵματός του, καὶ τοῦτο διὰ νὰ φανῇ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ εἶχε παραβλέψει τὰς ἁμαρτίας τοῦ παρελθόντος,
26. εἰς τὴν περίοδον τῆς ἀνοχῆς του, διὰ νὰ φανῇ ἡ δικαιοσύνη του εἰς τὸν παρόντα καιρόν, ὥστε νὰ εἶναι δίκαιος καὶ συγχρόνως νὰ δικαιώνῃ ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει εἰς τὸν Ἰησοῦν.
27. Ποῦ εἶναι λοιπὸν ἡ καύχησις; Ἀπεκλείσθη. Μὲ ποιόν νόμον; Τὸν νόμον τῶν ἔργων; Ὄχι, ἀλλὰ μὲ τὸν νόμον ποὺ ἀπαιτεῖ πίστιν.
28. Πιστεύομεν λοιπὸν ὅτι ὁ ἄνθρωπος δικαιώνεται μὲ τὴν πίστιν χωρὶς τὰ ἔργα τοῦ νόμου.
29. Νομίζετε ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι Θεὸς τῶν Ἰουδαίων μόνον; Δὲν εἶναι καὶ τῶν ἐθνικῶν; Ναὶ καὶ τῶν ἐθνικῶν,
30. ἀφοῦ ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Αὐτὸς θὰ δικαιώσῃ τὸν περιτμημένον διὰ τῆς πίστεως καὶ τὸν ἀπερίτμητον διὰ τῆς πίστεως.