18. Κανεὶς ἂς μὴ ἀπατᾷ τὸν ἑαυτόν του. Ἐὰν κανεὶς μεταξύ σας φαντάζεται τὸν ἑαυτόν του σοφόν, κατὰ τὸν κόσμον τοῦτον, ἂς γίνῃ μωρός, διὰ νὰ γίνῃ σοφός.
19. Διότι ἡ σοφία τοῦ κόσμου τούτου εἶναι μωρία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Εἶναι γραμμένον, Ἐκεῖνος ποὺ πιάνει τοὺς σοφοὺς εἰς τὴν πανουργίαν τους·
20. καὶ πάλιν, Ὁ Κύριος γνωρίζει ὅτι οἱ σκέψεις τῶν σοφῶν εἶναι κούφιες.
21. Ὥστε, κανεὶς ἂς μὴ καυχᾶται δι᾽ ἀνθρώπους, διότι ὅλα δικά σας εἶναι,
22. εἴτε ὁ Παῦλος εἴτε ὁ Ἀπολλὼς εἴτε ὁ Κηφᾶς εἴτε ὁ κόσμος εἴτε ἡ ζωὴ εἴτε ὁ θάνατος εἴτε τὰ τωρινὰ εἴτε τὰ μέλλοντα, ὅλα εἶναι δικά σας,
23. καὶ σεῖς εἶσθε τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ Χριστὸς τοῦ Θεοῦ.