Καινή Διαθήκη

Κατα Λουκαν 16:15-31 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

15. Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Σεῖς εἶσθε ποὺ παριστάνετε ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους ὅτι εἶσθε ἐν τάξει μὲ τὸν Θεόν, ἀλλ᾽ ὁ Θεὸς ξέρει τὴν καρδιά σας· διότι ἐκεῖνο ποὺ ἐξυψώνουν οἱ ἄνθρωποι εἶναι διὰ τὸν Θεὸν ἀποκρουστικόν.

16. Μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰωάννη ἦσαν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται· ἀπὸ τότε κηρύσσεται τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ καθένας βιάζεται νὰ μπῇ σ᾽ αὐτήν.

17. Εἶναι εὐκολώτερον νὰ παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρὰ νὰ πέσῃ μία γραμμὴ τοῦ νόμου.

18. Καθένας ποὺ χωρίζει τὴν γυναῖκά του καὶ νυμφεύεται ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν, καὶ καθένας, ποὺ νυμφεύεται διαζευγμένην ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, διαπράττει μοιχείαν».

19. «Κάποτε ὑπῆρχε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος ἐφοροῦσε πορφύραν καὶ λινὰ ἐνδύματα καὶ ἐζοῦσε καθημερινῶς μέσα σὲ μεγάλην πολυτέλειαν.

20. Κοντὰ εἰς τὴν πύλην του ἦτο ξαπλωμένος ἕνας πτωχός, ὀνομαζόμενος Λάζαρος, γεμᾶτος πληγές,

21. ὁ ὁποῖος ἐπιθυμοῦσε νὰ χορτάσῃ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ ἔπεφταν ἀπὸ τὸ τραπέζι τοῦ πλουσίου. Ἀκόμη καὶ τὰ σκυλιὰ ἐσυνείθιζαν νὰ ἔρχωνται καὶ νὰ γλύφουν τὶς πληγές του.

22. Συνέβη δὲ νὰ πεθάνῃ ὁ πτωχὸς καὶ νὰ φερθῇ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἀβραάμ. Ἐπέθανε δὲ καὶ ὁ πλούσιος καὶ ἐτάφη.

23. Εἰς τὸν ᾍδην, ὅπου ἐβασανίζετο, ἐσήκωσε τὰ μάτια του καὶ βλέπει ἀπὸ μακρυὰ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Λάζαρον εἰς τοὺς κόλπους του.

24. Καὶ ἐφώναξε καὶ εἶπε, «Πάτερ Ἀβραάμ, ἐλέησέ με καὶ στεῖλε τὸν Λάζαρον νὰ βουτήξῃ τὴν ἄκρη τοῦ δακτύλου του σὲ νερὸ καὶ νὰ δροσίσῃ τὴν γλῶσσά μου, διότι ὑποφέρω μέσα σ᾽ αὐτὴν τὴν φλόγα».

25. Ἀλλ᾽ ὁ Ἀβραὰμ εἶπε, «Παιδί μου, θυμήσου ὅτι σὺ ἀπήλαυσες τὰ ἀγαθά σου εἰς τὴν ζωήν σου ὅπως καὶ ὁ Λάζαρος τὰ κακά· τώρα ὅμως αὐτὸς ἐδῶ παρηγορεῖται καὶ σὺ ὑποφέρεις.

26. Καὶ ἐκτὸς ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπάρχει μεταξύ μας ἕνα μεγάλο χάσμα ὥστε νὰ μὴ μποροῦν νὰ περάσουν ἐκεῖνοι ποὺ θέλουν νὰ διαβοῦν ἀπ᾽ ἐδῶ σ᾽ ἐσᾶς, οὔτε οἱ ἀπ᾽ ἐκεῖ σ᾽ ἐμᾶς».

27. Τότε εἶπε, «Σὲ παρακαλῶ λοιπόν, πατέρα, νὰ τὸν στείλῃς στὸ σπίτι τοῦ πατέρα μου,

28. διότι ἔχω πέντε ἀδελφούς, νὰ τοὺς νουθετήσῃ, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν καὶ αὐτοὶ εἰς τὸν τόπον αὐτὸν τῶν βασάνων».

29. Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἀβραάμ, «Ἔχουν τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, ἂς τοὺς ἀκούσουν».

30. Αὐτὸς δὲ εἶπε, «Ὄχι, πάτερ Ἀβραάμ, ἀλλ᾽ ἐὰν κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκροὺς πάῃ σ᾽ αὐτούς, θὰ μετανοήσουν».

31. Ἀλλ᾽ ὁ Ἀβραὰμ τοῦ ἀπήντησε, «Ἐὰν δὲν ἀκοῦνε τὸν Μωϋσῆν καὶ τοὺς προφήτας, δὲν θὰ πεισθοῦν καὶ ἂν ἀκόμη ἀναστηθῇ κάποιος ἀπὸ τοὺς νεκρούς».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Λουκαν 16