30. Αὐτοὶ τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἐὰν δὲν ἦτο κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν εἴχαμε παραδώσει».
31. Τότε τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Πάρτε τον σεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον σας δικάστε τον». Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσωμεν κανένα».
32. — Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον εἶπε, διὰ νὰ δηλώσῃ μὲ ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ πεθάνῃ. —
33. Ἐμπῆκε τότε πάλιν ὁ Πιλᾶτος εἰς τὸ κυβερνεῖον, ἐφώναξε τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;».
34. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου τὸ λέγεις αὐτὸ ἢ σοῦ τὸ εἶπαν ἄλλοι γιὰ μένα;».
35. Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος, «Μήπως ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος; Τὸ δικό σου ἔθνος καὶ οἱ ἀρχιερεῖς σὲ παρέδωκαν σ᾽ ἐμέ· τί ἔκανες;».
36. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Ἡ δική μου βασιλεία δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον. Ἐὰν ἡ βασιλεία μου ἦτο ἀπὸ τὸν κόσμον τοῦτον, οἱ ὑπηρέται μου θὰ ἠγωνίζοντο διὰ νὰ μὴ παραδοθῶ εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ἡ βασιλεία ὅμως ἡ δική μου δὲν εἶναι ἀπ᾽ ἐδῶ».
37. Τότε τοῦ εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Εἶσαι λοιπὸν βασιλεύς;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Σὺ τὸ εἶπες ὅτι ἐγὼ εἶμαι βασιλεύς. Ἐγὼ γι᾽ αὐτὸ γεννήθηκα καὶ γι᾽ αὐτὸ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ μαρτυρήσω τὴν ἀλήθειαν. Ὅποιος εἶναι ἀπὸ τὴν ἀλήθειαν, ἀκούει τὴν φωνήν μου».