Καινή Διαθήκη

Ιακωβου 1:6-20 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

6. Νὰ ζητᾷ ὅμως μὲ πίστιν χωρὶς νὰ ἀμφιβάλλῃ καθόλου, διότι ἐκεῖνος ποὺ ἀμφιβάλλει, μοιάζει μὲ τὸ κῦμα τῆς θαλάσσης, τὸ ὁποῖον κινεῖται ἀπὸ τὸν ἀέρα καὶ φέρεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.

7. Ἂς μὴ νομίζῃ ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅτι θὰ πάρῃ τίποτε ἀπὸ τὸν Κύριον·

8. εἶναι ἄνθρωπος δίγνωμος, ἀκατάστατος εἰς ὅλην τὴν διαγωγήν του.

9. Ἂς καυχᾶται ὁ ἀδελφὸς ὁ ἄσημος διὰ τὴν ἀνύψωσίν του,

10. καὶ ὁ πλούσιος διὰ τὴν ταπείνωσίν του, διότι θὰ παρέλθῃ σὰν τὸ ἄνθος τοῦ χορταριοῦ.

11. Μόλις ἀνέτειλε ὁ ἥλιος μὲ καυστικὴν θερμότητα, ἐξεράθηκε τὸ χορτάρι, τὸ ἄνθος του ἔπεσε καὶ ἡ ὡραιότης τῆς ἐμφανίσεώς του ἐχάθηκε. Ἔτσι καὶ ὁ πλούσιος θὰ μαραθῇ μέσα εἰς τὰς ἀσχολίας του.

12. Μακάριος εἶναι ὁ ἄνθρωπος ποὺ ὑπομένει δοκιμασίαν, διότι ὅταν ἀποδειχθῇ ἄξιος, θὰ λάβῃ τὸ στεφάνι τῆς ζωῆς, ποὺ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος εἰς ἐκείνους ποὺ τὸν ἀγαποῦν.

13. Κανένας ἂς μὴ λέγῃ, ὅταν πειράζεται, «Ἀπὸ τὸν Θεὸν πειράζομαι», διότι ὁ Θεὸς δὲν πειράζεται ἀπὸ τὸ κακὸν καὶ ὁ ἴδιος δὲν πειράζει κανένα.

14. Ὁ καθένας πειράζεται ὅταν παρασύρεται καὶ δελεάζεται ἀπὸ τὴν δικήν του ἐπιθυμίαν.

15. Ἔπειτα ἡ ἐπιθυμία, ὅταν συλλάβῃ, γεννᾶ τὴν ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία, ὅταν ὡριμάσῃ, γεννᾶ τὸν θάνατον.

16. Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί·

17. κάθε δόσις καλὴ καὶ κάθε δῶρον τέλειον εἶναι ἀπὸ ἐπάνω, ἔρχεται ἀπὸ τὸν Πατέρα τῶν φώτων, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ὑπάρχει ἀλλαγὴ ἢ ἐπισκίασις ἕνεκα μετατροπῆς.

18. Ἐπειδὴ τὸ ἠθέλησε, μᾶς ἐγέννησε μὲ τὸν λόγον τῆς ἀληθείας, ὥστε νὰ εἴμεθα ἕνα εἶδος ἀπαρχῆς τῶν δημιουργημάτων του.

19. Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἂς εἶναι κάθε ἄνθρωπος γρήγορος εἰς τὸ νὰ ἀκούῃ, βραδὺς εἰς τὸ νὰ μιλῇ, βραδὺς εἰς τὸ νὰ ὀργίζεται,

20. διότι ἡ ὀργὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν προάγει τὴν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιακωβου 1