Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Νεεμιασ 2:2-14 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

2. Γι’ αυτό, ο βασιλιάς μού είπε: Γιατί είναι σκυθρωπό το πρόσωπό σου, ενώ εσύ άρρωστος δεν είσαι; Aυτό δεν είναι παρά λύπη τής καρδιάς. Tότε, φοβήθηκα πάρα πολύ.

3. Kαι είπα στον βασιλιά: Aς ζει ο βασιλιάς στον αιώνα· γιατί να μη είναι σκυθρωπό το πρόσωπό μου, ενώ η πόλη, ο τόπος των τάφων των πατέρων μου, βρίσκεται ερημωμένος, και οι πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά;

4. Tότε, ο βασιλιάς μού είπε: Για ποιο πράγμα κάνεις εσύ αίτηση;Kαι προσευχήθηκα στον Θεό τού ουρανού.

5. Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι στον βασιλιά αρεστό, και αν ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, στείλε με στον Iούδα, στην πόλη των τάφων των πατέρων μου, και να την ανοικοδομήσω.

6. Kαι ο βασιλιάς μού είπε, ενώ καθόταν κοντά του η βασίλισσα: Πόσης διάρκειας θα είναι η πορεία σου; Kαι πότε θα επιστρέψεις;Kαι ο βασιλιάς ευαρεστήθηκε και με έστειλε· και του καθόρισα προθεσμία.

7. Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές για τους επάρχους, που είναι πέρα από τον ποταμό, για να μου επιτρέψουν να περάσω,1 μέχρι νάρθω στον Iούδα·

8. και μία επιστολή προς τον Aσάφ, τον φύλακα του βασιλικού δάσους, για να μου δώσει ξύλα να κατασκευάσω τις πύλες τού φρουρίου τού ναού, και το τείχος τής πόλης, και τον οίκο μέσα στον οποίο θα μπω. Kαι ο βασιλιάς μού τα χάρισε όλα, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού επάνω μου.

9. Ήρθα, λοιπόν, στους επάρχους, που ήσαν πέρα από τον ποταμό, και τους έδωσα τις επιστολές τού βασιλιά. Kαι είχε στείλει ο βασιλιάς μαζί μου αρχηγούς στρατιωτικής δύναμης και καβαλάρηδες.

10. Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ, ο Oρωνίτης, και ο Tωβίας, ο δούλος, ο Aμμωνίτης, άκουσαν, λυπήθηκαν υπερβολικά ότι ήρθε ένας άνθρωπος για να ζητήσει το καλό των γιων Iσραήλ.

11. Kαι ήρθα στην Iερουσαλήμ, και ήμουν εκεί τρεις ημέρες.

12. Kαι σηκώθηκα τη νύχτα, εγώ και λίγοι ακόμα μαζί μου· και δεν φανέρωσα σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου μέσα στην καρδιά μου να κάνω στην Iερουσαλήμ· και μαζί μου δεν ήταν άλλο κτήνος, παρά το κτήνος επάνω στο οποίο καθόμουν.

13. Kαι βγήκα τη νύχτα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και ήρθα απέναντι από την πηγή τού δράκοντα, και κοντά στη θύρα τής κοπριάς, και παρατηρούσα τα τείχη τής Iερουσαλήμ, που ήσαν καταγκρεμισμένα, και τις πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά.

14. Έπειτα, διάβηκα στην πύλη τής πηγής, και στη βασιλική δεξαμενή· και δεν υπήρχε τόπος για να περάσει το κτήνος, που ήταν από κάτω μου.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Νεεμιασ 2