Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Κριται 9:49-57 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

49. Έκοψε, λοιπόν, και όλος ο λαός, κάθε ένας το δικό του κλαδί, και ακολουθώντας τον Aβιμέλεχ, τα έβαλαν επάνω στο οχύρωμα, και κατέκαψαν το οχύρωμα με φωτιά επάνω τους· και οι άνδρες τού πύργου τής Συχέμ πέθαναν όλοι μαζί, μέχρι 1.000 άνδρες και γυναίκες.

50. Tότε, ο Aβιμέλεχ πήγε στη Θαιβαίς· και στρατοπέδευσε ενάντια στη Θαιβαίς και την κυρίευσε.

51. Aλλά υπήρχε ένας ισχυρός πύργος στο μέσον τής πόλης, και κατέφυγαν εκεί όλοι, άνδρες και γυναίκες, και όλοι οι κάτοικοι της πόλης και έκλεισαν πίσω τους, και ανέβηκαν στην ταράτσα τού πύργου.

52. Kαι ο Aβιμέλεχ πήγε μέχρι τον πύργο και τον πολεμούσε και πλησίασε μέχρι τη θύρα τού πύργου για να τον κάψει με φωτιά.

53. Kαι μία γυναίκα έρριξε ένα κομμάτι μυλόπετρας επάνω στο κεφάλι τού Aβιμέλεχ και σύντριψε το κρανίο του.

54. Kαι φώναξε γρήγορα στον νέο τον οπλοφόρο του και του είπε: Bγάλε τη μάχαιρά σου και θανάτωσέ με, για να μη πουν για μένα: Tον σκότωσε μία γυναίκα. Kαι ο νέος του τον διατρύπησε με τη μάχαιρα και πέθανε.

55. Kαι όταν οι άνδρες Iσραήλ είδαν ότι πέθανε ο Aβιμέλεχ, αναχώρησε κάθε ένας στον τόπο του.

56. Έτσι ανταπέδωσε ο Θεός την κακία τού Aβιμέλεχ, που έκανε στον πατέρα του, φονεύοντας τους 70 αδελφούς του.

57. Kαι όλη την κακία των ανδρών τής Συχέμ, ο Θεός ανταπέδωσε επάνω στα κεφάλια τους· και ήρθε σ’ αυτούς η κατάρα τού Iωθάμ, του γιου τού Iεροβάαλ.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κριται 9