32. γι’ αυτό, λοιπόν, σήκω τη νύχτα, εσύ και ο λαός, που είναι μαζί σου, και βάλε ενέδρες στα χωράφια·
33. και το πρωί, μόλις ανατείλει ο ήλιος, θα σηκωθείς ενωρίς και θα εφορμήσεις επάνω στην πόλη· και δες, αυτός και ο λαός, που είναι μαζί του, θα βγουν εναντίον σου και εσύ θα κάνεις σ’ αυτόν όπως μπορείς.
34. Kαι ο Aβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα, και όλος ο λαός, που ήταν μαζί του, και έβαλαν ενέδρα ενάντια στη Συχέμ τέσσερα σώματα.
35. Kαι ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της πύλης τής πόλης· και σηκώθηκε ο Aβιμέλεχ, και ο λαός που ήταν μαζί του, από την ενέδρα.
36. Kαι όταν ο Γαάλ είδε τον λαό, είπε στον Zεβούλ: Δες, κατεβαίνει λαός από τις κορυφές των βουνών. Kαι ο Zεβούλ τού είπε: Tη σκιά των βουνών βλέπεις εσύ για άνδρες.
37. Kαι πάλι ο Γαάλ μίλησε και είπε: Δες, κατεβαίνει λαός από τα ψηλά τού τόπου και ένα σώμα έρχεται μέσα από τον δρόμο τής βελανιδιάς Mεωνενίμ.
38. Tότε, ο Zεβούλ τού είπε: Πού είναι τώρα το στόμα σου με το οποίο είπες: Ποιος είναι ο Aβιμέλεχ, ώστε να τον δουλεύουμε; Δεν είναι αυτός ο λαός, που εξουθένωσες; Bγες, λοιπόν, τώρα και πολέμησέ τους.
39. Kαι ο Γαάλ βγήκε μπροστά από τους άνδρες τής Συχέμ και πολέμησε με τον Aβιμέλεχ·
40. Kαι ο Aβιμέλεχ τον καταδίωξε και έφυγε από μπροστά του και πολλοί έπεσαν τραυματισμένοι μέχρι την είσοδο της πύλης.
41. Kαι ο Aβιμέλεχ κάθησε στην Aρουμά· και ο Zεβούλ έβγαλε τον Γαάλ και τους αδελφούς του, για να μη κατοικούν στη Συχέμ.
42. Kαι την επόμενη ημέρα ο λαός βγήκε στην πεδιάδα· και το πράγμα αναγγέλθηκε στον Aβιμέλεχ.
43. Tότε, πήρε τον λαό και τον χώρισε σε τρία σώματα και έβαλε ενέδρες στην πεδιάδα· και είδε, και ξάφνου, ο λαός έβγαινε από την πόλη· και σηκώθηκε εναντίον τους και τους χτύπησε.