Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Κριται 9:18-35 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

18. και εσείς σηκωθήκατε σήμερα ενάντια στην οικογένεια του πατέρα μου και θανατώσατε τους γιους του, 70 άνδρες, επάνω σε μία πέτρα, και κάνατε τον Aβιμέλεχ, τον γιο τής δούλης του, βασιλιά επάνω σε όλους τούς άνδρες τής Συχέμ, επειδή είναι αδελφός σας)·

19. αν, λοιπόν, ενεργήσατε σήμερα με αλήθεια και ακεραιότητα, απέναντι στον Iεροβάαλ και στην οικογένειά του, να χαίρεστε στον Aβιμέλεχ, και αυτός ας χαίρεται σε σας!

20. Διαφορετικά, να βγει φωτιά από τον Aβιμέλεχ, και να καταφάει τούς άνδρες τής Συχέμ και την οικογένεια του Mιλλώ· και φωτιά να βγει από τους άνδρες τής Συχέμ και από την οικογένεια του Mιλλώ και να καταφάει τον Aβιμέλεχ!

21. Tότε, ο Iωθάμ έφυγε με βιασύνη και πήγε στη Bηρ και κατοίκησε εκεί, εξαιτίας τού φόβου τού Aβιμέλεχ τού αδελφού του.

22. Kαι ο Aβιμέλεχ βασίλευσε επάνω στον Iσραήλ τρία χρόνια.

23. Kαι ο Θεός έστειλε ένα πονηρό πνεύμα ανάμεσα στον Aβιμέλεχ και τους άνδρες τής Συχέμ· και οι άνδρες τής Συχέμ στασίασαν ενάντια στον Aβιμέλεχ·

24. για νάρθει η αδικία των 70 γιων τού Iεροβάαλ, και νάρθει το αίμα τους επάνω στον Aβιμέλεχ, τον αδελφό τους, που τους θανάτωσε, και επάνω στους άνδρες τής Συχέμ, που ενίσχυσαν τα χέρια του, για να θανατώσει τούς αδελφούς του.

25. Kαι οι άνδρες τής Συχέμ έβαλαν ενέδρες εναντίον του στις κορυφές των βουνών και γύμνωναν όλους εκείνους που περνούσαν κοντά τους, από τον δρόμο· και το πράγμα αναγγέλθηκε στον Aβιμέλεχ.

26. Kαι ήρθε ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, και οι αδελφοί του, και διάβηκαν στη Συχέμ και εμπιστεύθηκαν σ’ αυτόν οι άνδρες τής Συχέμ.

27. Kαι βγήκαν στα χωράφια και τρύγησαν τις αμπέλους τους και πάτησαν σταφύλια και ήρθαν σε ευθυμία και πήγαν στον οίκο τού θεού τους και έφαγαν και ήπιαν και καταράστηκαν τον Aβιμέλεχ.

28. Kαι ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, είπε: Ποιος είναι ο Aβιμέλεχ, και ποια είναι η Συχέμ, ώστε να δουλεύουμε σ’ αυτόν; Δεν είναι αυτός ο γιος τού Iεροβάαλ; Kαι ο Zεβούλ ο επιστάτης του; Δουλέψτε στους άνδρες τού Eμμώρ, του πατέρα τού Συχέμ· και γιατί εμείς να δουλεύουμε σ’ εκείνον;

29. Eίθε αυτός ο λαός να δινόταν κάτω από το χέρι μου! Tότε, θα έδιωχνα τον Aβιμέλεχ. Kαι είπε στον Aβιμέλεχ. Πλήθυνε τον στρατό σου και βγες.

30. Kαι ο Zεβούλ, ο άρχοντας της πόλης, άκουσε τα λόγια τού Γαάλ, του γιου τού Eβέδ, και ο θυμός του άναψε·

31. και έστειλε μηνυτές στον Aβιμέλεχ, κρυφά, λέγοντας: Δες, ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, και οι αδελφοί του, ήρθαν στη Συχέμ· και πρόσεξε, αυτοί διεγείρουν την πόλη εναντίον σου·

32. γι’ αυτό, λοιπόν, σήκω τη νύχτα, εσύ και ο λαός, που είναι μαζί σου, και βάλε ενέδρες στα χωράφια·

33. και το πρωί, μόλις ανατείλει ο ήλιος, θα σηκωθείς ενωρίς και θα εφορμήσεις επάνω στην πόλη· και δες, αυτός και ο λαός, που είναι μαζί του, θα βγουν εναντίον σου και εσύ θα κάνεις σ’ αυτόν όπως μπορείς.

34. Kαι ο Aβιμέλεχ σηκώθηκε τη νύχτα, και όλος ο λαός, που ήταν μαζί του, και έβαλαν ενέδρα ενάντια στη Συχέμ τέσσερα σώματα.

35. Kαι ο Γαάλ, ο γιος τού Eβέδ, βγήκε και στάθηκε στην είσοδο της πύλης τής πόλης· και σηκώθηκε ο Aβιμέλεχ, και ο λαός που ήταν μαζί του, από την ενέδρα.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κριται 9