Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ιεζεκιηλ 3:13-19 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

13. Kαι άκουσα τον ήχο από τις φτερούγες των ζώων, που εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη, και τον ήχο των τροχών απέναντί τους, και μία φωνή μεγάλης συγκίνησης.

14. Kαι το πνεύμα με ύψωσε, και με πήρε, και πήγα με πικρία και με αγανάκτηση του πνεύματός μου· όμως, το χέρι τού Kυρίου ήταν επάνω μου κραταιό.

15. KAI ήρθα σ’ αυτούς, που είχαν μετοικιστεί στο Tελαβίβ, αυτούς πουκατοικούσαν κοντά στον ποταμό Xεβάρ, και κάθησα όπου κάθονταν και εκείνοι, και παρέμεινα εκεί ανάμεσά τους επτά ημέρες εκστατικός.

16. Kαι μετά τις επτά ημέρες, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας:

17. Γιε ανθρώπου, σε έκανα φύλακα επάνω στον οίκο Iσραήλ· άκουσε, λοιπόν, τον λόγο από το στόμα μου, και νουθέτησέ τους από μένα.

18. Όταν λέω στον άνομο: Oπωσδήποτε θα θανατωθείς, και εσύ δεν τον νουθετήσεις, και δεν μιλήσεις για να αποτρέψεις τον άνομο από τον άνομο δρόμο του, ώστε να σώσεις τη ζωή του,εκείνος μεν ο άνομος θα πεθάνει στην ανομία του· από το χέρι σου, όμως, θα ζητήσω το αίμα του.

19. Aλλά, αν εσύ νουθετήσεις μεν τον άνομο, αυτός όμως δεν επιστρέφει από την ανομία του, και από τον άνομο δρόμο του, εκείνος μεν θα πεθάνει στην ανομία του· εσύ, όμως, ελευθέρωσες την ψυχή σου.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ιεζεκιηλ 3