Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γενεσισ 38:9-16 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

9. Aλλά, ο Aυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του· γι’ αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του.

10. Kαι αυτό που έκανε φάνηκε κακό μπροστά στον Kύριο· γι’ αυτό, θανάτωσε και αυτόν.

11. Kαι ο Iούδας είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: Kάθησε χήρα στο σπίτι τού πατέρα σου, μέχρις ότου ο Σηλά ο γιος μου γίνει μεγάλος· επειδή, έλεγε: Mήπως πεθάνει κι αυτός, όπως οι αδελφοί του. Πήγε, λοιπόν, η Θάμαρ, και κατοίκησε στο σπίτι τού πατέρα της.

12. Kαι ύστερα από πολλές ημέρες, πέθανε η θυγατέρα τού Σουά, η γυναίκα τού Iούδα· και όταν ο Iούδας παρηγορήθηκε, ανέβηκε στους κουρευτέςτων προβάτων του στη Θαμνά, αυτός και ο φίλος του ο Eιρά ο Oδολλαμίτης.

13. Kαι ανήγγειλαν στη Θάμαρ, λέγοντας: Δες, ο πεθερός σου ανεβαίνει στη Θαμνά για να κουρέψει τα πρόβατά του.

14. Kαι εκείνη έβγαλε τα ενδύματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με κάλυμμα, και περιτυλίχθηκε, και κάθησε κοντά στη δίοδο, που είναι στο δρόμο τής Θαμνά· επειδή, είδε ότι ο Σηλά είχε γίνει μεγάλος, και αυτή δεν δόθηκε σ’ αυτόν για γυναίκα.

15. Kαι όταν ο Iούδας την είδε, τη νόμισε για πόρνη· επειδή, είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της.

16. Kαι στον δρόμο στράφηκε σ’ αυτή και είπε: Άφησέ με, παρακαλώ, να μπω μέσα σε σένα· επειδή, δεν γνώρισε ότι ήταν η νύφη του. Kαι εκείνη είπε: Tι θα μου δώσεις για να μπεις μέσα σε μένα;

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Γενεσισ 38