Kαι αφού ο Λάβαν σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, φίλησε τους γιους και τις θυγατέρες του, και τους ευλόγησε· και ο Λάβαν αναχώρησε, και επέστρεψε στον τόπο του.