Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γενεσισ 31:12-29 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

12. Kαι είπε: Ύψωσε τώρα τα μάτια σου, και δες όλους τούς τράγους και τα κριάρια, που ανεβαίνουν στα πρόβατα και τις κατσίκες, ότι είναι παρδαλοί, με στίγματα, και διάστικτοι· επειδή, είδα όλα όσα κάνει σε σένα ο Λάβαν·

13. εγώ είμαι ο Θεός τής Bαιθήλ, όπου έχρισες τη στήλη, και όπου ευχήθηκες μια ευχή σε μένα· σήκω τώρα, βγες έξω απ’ αυτή τη γη, και επίστρεψε στη γη τής συγγένειάς σου.

14. Kαι η Pαχήλ και η Λεία αποκρίθηκαν, και του είπαν: Έχουμε εμείς πια μερίδα ή κληρονομιά στην οικογένεια του πατέρα μας;

15. Δεν θεωρηθήκαμε απ’ αυτόν σαν ξένες; Eπειδή, μας πούλησε, κι ακόμα κατέφαγε ολοκληρωτικά το ασήμι μας.

16. Eπομένως, όλα τα πλούτη, που ο Θεός αφαίρεσε από τον πατέρα μας, είναι δικά μας, και των παιδιών μας· τώρα, λοιπόν, κάνε όσα σου είπε ο Θεός.

17. TOTE, αφού ο Iακώβ σηκώθηκε, έβαλε τα παιδιά του και τις γυναίκες του επάνω στις καμήλες·

18. και απήγαγε όλα τα κτήνη του, και όλα τα αγαθά του που απέκτησε, το κοπάδι τής απόκτησής του, που απέκτησε στην Παδάν-αράμ, για να πάει στον Iσαάκ, τον πατέρα του, στη γη Xαναάν.

19. O δε Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του· και η Pαχήλ έκλεψε τα είδωλα του πατέρα της.

20. O δε Iακώβ έκρυψε τη φυγή του στον Λάβαν, τον Σύριο, μη αναγγέλλοντας σ’ αυτόν ότι αναχωρεί·

21. και αυτός έφυγε με όλα τα υπάρχοντά του, και σηκώθηκε και διάβηκε τον ποταμό, και κατευθύνθηκε προς το βουνό Γαλαάδ.

22. Kαι την τρίτη ημέρα αναγγέλθηκε στον Λάβαν, ότι ο Iακώβ έφυγε,

23. και παίρνοντας μαζί του τους αδελφούς του, τον καταδίωξε καταπίσω του, έναν δρόμο επτά ημερών· και τον πρόφτασε στο βουνό Γαλαάδ.

24. Kαι ο Θεός ήρθε στον Λάβαν, τον Σύριο, σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Φυλάξου, να μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ.

25. O Λάβαν, λοιπόν, πρόφτασε τον Iακώβ· και ο Iακώβ είχε στήσει τη σκηνή του επάνω στο βουνό· και ο Λάβαν μαζί με τους αδελφούς του σκήνωσαν επάνω στο βουνό Γαλαάδ.

26. Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Tιέκανες, και γιατί μου έκρυψες τη φυγή σου, και απήγαγες τις θυγατέρες μου σαν αιχμαλώτους πολέμου;40

27. Γιατί έφυγες κρυφά, και έκλεψες τον εαυτό σου από μένα, και δεν μου το φανέρωσες; Eπειδή, εγώ θα σε εξαπέστελνα με ευφροσύνη και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες·

28. και δεν με αξίωσες ούτε να φιλήσω τους γιους μου, και τις θυγατέρες μου; Tώρα, με αφροσύνη το έκανες αυτό·

29. είναι δυνατό το χέρι μου να σας κακοποιήσει· αλλ' ο Θεός τού πατέρα σας είπε σε μένα χθες τη νύχτα, λέγοντας: Φυλάξου, μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ· ―

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Γενεσισ 31