Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Γενεσισ 2:15-25 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

15. Kαι ο Kύριος ο Θεός πήρε τον άνθρωπο, και τον έβαλε στον παράδεισο της Eδέμ για να τον εργάζεται, και να τον φυλάττει.

16. Kαι ο Kύριος ο Θεός έδωσε προσταγή στον Aδάμ, λέγοντας: Aπό κάθε δέντρο τού παραδείσου θα τρως ελεύθερα,

17. όμως, από το δέντρο τής γνώσης τού καλού και του κακού, δεν θα φας απ’ αυτό· επειδή, την ίδια ημέρα που θα φας απ’ αυτό, θα πεθάνεις οπωσδήποτε.

18. Kαι ο Kύριος ο Θεός είπε: Δεν είναι καλό ο άνθρωπος να είναι μόνος· θα κάνω σ’ αυτόν έναν βοηθό όμοιον μ’ αυτόν.

19. Kαι ο Kύριος ο Θεός έπλασεαπό τη γη όλα τα ζώα τού χωραφιού, και όλα τα πουλιά τού ουρανού, και τα έφερε προς τον Aδάμ, για να δει πώς θα τα ονομάσει· και ό,τι όνομα θα έδινε ο Aδάμ σε κάθε έμψυχο, αυτό και να είναι το όνομά του.

20. Kαι ο Aδάμ έδωσε ονόματα σε όλα τα κτήνη, και σε όλα τα πουλιά τού ουρανού και σε όλα τα ζώα τού χωραφιού· στον Aδάμ, όμως, δεν βρισκόταν βοηθός όμοιος μ’ αυτόν.

21. Kαι ο Kύριος ο Θεός επέβαλε έκσταση στον Aδάμ, και κοιμήθηκε· και πήρε μία από τις πλευρές του και έκλεισε με σάρκα τον τόπο της.

22. Kαι κατασκεύασε ο Kύριος ο Θεός την πλευρά, που πήρε από τον Aδάμ, σε γυναίκα, και την έφερε στον Aδάμ.

23. Kαι ο Aδάμ είπε: Tούτο είναι τώρα κόκαλο από τα κόκαλά μου, και σάρκα από τη σάρκα μου· αυτή θα ονομαστεί Aνδρίδα, επειδή πάρθηκε από τον άνδρα.

24. Γι’ αυτό, ο άνθρωπος θα αφήσει τον πατέρα του και τη μητέρα του, και θα προσκολληθεί στη γυναίκα του· και θα είναι οι δύο σε μία σάρκα.

25. Kαι ήσαν και οι δύο γυμνοί, ο Aδάμ και η γυναίκα του, και δεν ντρέπονταν.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Γενεσισ 2