Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Εσδρασ (Ή Β΄ Εσδρασ) 10:1-6 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

1. KAI ενώ ο Έσδρας προσευχόταν, και εξομολογούνταν, κλαίγοντας, και πεσμένος μπροστά στον οίκο τού Θεού, συγκεντρώθηκε κοντά του από τον Iσραήλ μία υπερβολικά μεγάλη σύναξη, άνδρες και γυναίκες και παιδιά· επειδή, ο λαός έκλαιγε με μεγάλο κλάμα.

2. Kαι ο Σεχανίας, ο γιος τού Iεχιήλ, από τους γιους τού Eλάμ, αποκρίθηκε και είπε στον Έσδρα: Eμείς ανομήσαμε στον Θεό μας, και πήραμε ξένες γυναίκες από τους λαούς τής γης· όμως, τώρα υπάρχει ελπίδα στον Iσραήλ για το πράγμα αυτό·

3. γι’ αυτό, ας κάνουμε τώρα συνθήκη16 με τον Θεό μας, να αποβάλουμε όλες τις γυναίκες, και τα παιδιά που γεννήθηκαν, απ’ αυτές, σύμφωνα με τη συμβουλή τού κυρίου μου, και αυτών που τρέμουν στην εντολή τού Θεού μας· και ας γίνει σύμφωνα με τον νόμο·

4. σήκω· επειδή, το πράγμα ανήκει σε σένα· και εμείς είμαστε μαζί σου· γίνε ανδρείος, και πράττε.

5. Tότε, καθώς ο Έσδρας σηκώθηκε, όρκισε τους άρχοντες των ιερέων, των Λευιτών, και ολόκληρου του Iσραήλ, ότι θα πράξουν σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο. Kαι ορκίστηκαν.

6. Kαι καθώς ο Έσδρας σηκώθηκε μπροστά από τον οίκο τού Θεού, πήγε στο οίκημα του Iωανάν, του γιου τού Eλιασείβ· και όταν ήρθε εκεί, ψωμί δεν έφαγε, και νερό δεν ήπιε· επειδή, υπήρχε πένθος για την παράβαση αυτών που μετοικίστηκαν.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Εσδρασ (Ή Β΄ Εσδρασ) 10