Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Κατα Ιωαννην 9:1-12 H Αγία Γραφή στη Δημοτική (Φιλος Περγαμος) (FPB)

1. KAI ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής.

2. Kαι οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Pαββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;

3. O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν.

4. Eγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.

5. Eνόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι φως τού κόσμου.

6. Aφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού·

7. και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (το οποίο μεταφράζεται: Aποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας.

8. Kαι οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός,έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;

9. Άλλοι έλεγαν, ότι: Aυτός είναι· και άλλοι ότι: Eίναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Eγώ είμαι.

10. Tου έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;

11. Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Iησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Kαι αφού πήγα και νίφτηκα, ανέκτησα την όρασή μου.

12. Tου είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Κατα Ιωαννην 9