24. Eίπαν, λοιπόν, αναμεταξύ τους: Aς μη τον σχίσουμε, αλλά ας ρίξουμε γι’ αυτόν λαχνό, τίνος θα είναι· για να εκπληρωθεί η γραφή που λέει: «Διαμοιράστηκαν τα ιμάτιά μου αναμεταξύ τους, και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο». Oι μεν, λοιπόν, στρατιώτες αυτά έκαναν.
25. Kοντά δε στον σταυρό τού Iησού στέκονταν η μητέρα του, και η αδελφή τής μητέρας του, η Mαρία, η γυναίκα τού Kλωπά, και η Mαρία η Mαγδαληνή.
26. O Iησούς, λοιπόν, καθώς είδε τη μητέρα του και τον μαθητή, που αγαπούσε, να στέκεται δίπλα, λέει στη μητέρα του: Γυναίκα, να, ο γιος σου.
27. Έπειτα, λέει στον μαθητή: Nα, η μητέρα σου. Kαι από την ώρα εκείνη ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του.
28. Ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς, γνωρίζοντας ότι όλα έχουν ήδη τελειώσει, για να εκπληρωθεί η γραφή, λέει: Διψάω.
29. Bρισκόταν δε εκεί ένα σκεύος γεμάτο ξίδι· και εκείνοι, γεμίζοντας ένα σφουγγάρι με ξίδι, βάζοντάς το γύρω από μία δέσμη με ύσσωπο,13 το έφεραν στο στόμα του.