Παλαιά Διαθήκη

Καινή Διαθήκη

Ρουθ 2:1-12 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

1. Από τον άντρα της τον Ελιμέλεχ, η Νωεμίν είχε έναν συγγενή, άνθρωπο ισχυρό και πλούσιο, ο οποίος ονομαζόταν Βοόζ.

2. Μια μέρα η Ρουθ είπε στη Νωεμίν: «Άφησέ με να πάω σ’ ένα χωράφι να μαζέψω τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές. Κάποιον θα βρω που θα μ’ αφήσει να το κάνω». Η Νωεμίν της είπε: «Πήγαινε, κόρη μου».

3. Έτσι η Ρουθ έφυγε και πήγε και μάζευε στάχυα σ’ ένα χωράφι, πίσω από τους θεριστές. Συμπτωματικά, βρέθηκε το κομμάτι αυτό της γης ν’ ανήκει στο Βοόζ, το συγγενή του Ελιμέλεχ.

4. Μετά από λίγο ήρθε ο Βοόζ από τη Βηθλεέμ και χαιρέτισε τους θεριστές: «Ο Κύριος να ’ναι μαζί σας», τους είπε. «Ο Κύριος να σ’ ευλογεί», του απάντησαν εκείνοι.

5. Τότε ο Βοόζ ρώτησε τον υπηρέτη του, τον επιστάτη των θεριστών: «Ποιανού είναι αυτή η νέα;»

6. Αυτός του απάντησε: «Είναι η νεαρή Μωαβίτισσα, που συνόδεψε τη Νωεμίν στην επιστροφή της από τη Μωάβ.

7. Μας παρακάλεσε να την αφήσουμε να μαζεύει τα στάχυα που αφήνουν οι θεριστές να πέφτουν από τα δεμάτια. Ήρθε από το πρωί, κι ως τώρα δεν έχει καθόλου ξεκουραστεί».

8. Τότε ο Βοόζ είπε στη Ρουθ: «Άκουσε, κόρη μου: μη φύγεις από ’δω για να μαζέψεις στάχυα σ’ άλλο χωράφι· μείνε με τις υπηρέτριές μου.

9. Κοίτα σε ποιο χωράφι θερίζουν και πήγαινε ξωπίσω τους. Έχω διατάξει τους υπηρέτες να μη σ’ αγγίξει κανείς. Κι όταν διψάς, να πηγαίνεις στις στάμνες που τις γεμίζουν οι υπηρέτες και να πίνεις νερό».

10. Τότε η Ρουθ έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσκύνησε. «Γιατί μου δείχνεις τόση καλοσύνη», του είπε, «κι ενδιαφέρεσαι τόσο για μένα, που είμαι μια ξένη;»

11. Ο Βοόζ της αποκρίθηκε: «Μου είπαν καταλεπτώς όλα όσα έκανες για την πεθερά σου μετά το θάνατο του άντρα σου, κι ότι άφησες τους γονείς σου και τη χώρα που γεννήθηκες, και ήρθες σ’ έναν λαό που δεν τον γνώριζες από πριν.

12. Ο Κύριος, ο Θεός του Ισραήλ, ν’ ανταμείψει την πράξη σου και να σου το ξεπληρώσει στο ακέραιο, που ήρθες κάτω απ’ τα φτερά του να σκεπαστείς».

Διαβάστε πλήρες κεφάλαιο Ρουθ 2