Κοίταζε η μαύρη η μάνα του από το παραθύρικι εθρηνολόγα του Σίσερα η μάναμέσ’ από το καφασωτό:«Γιατί αργεί να ’ρθεί η άμαξά του;Γιατί οι τροχοί του τόσο αργά κυλάνε;»